2019-09-09 12:00:13
Φωτογραφία για Ναρκοθέτηση και εξεύρεση ναρκών στις θάλασσες της Ελλάδας στον Β’ ΠΠ
Τον Οκτώβριο του 1944, τον θρίαμβο της επιστροφής στην πατρίδα του Ελληνικού Στόλου μετά την αποχώρηση των γερμανικών κατοχικών στρατευμάτων, επισκίασε το πένθος και η τραγική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η χώρα.

Εκτός από τα δεκάδες χιλιάδες θύματα τα οποία προκάλεσε ο πόλεμος, που συνεχιζόταν ακόμα στην Ευρώπη και στον Ειρηνικό ωκεανό, οι υλικές καταστροφές σε λιμάνια, εργοστάσια, κτίρια, δρόμους, γέφυρες και υποδομές, οι οποίες προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής, υπερέβαιναν τα τέσσερα τρισεκατομμύρια προπολεμικές δραχμές!

Το χειρότερο όλων ήταν ότι τα κατεστραμμένα λιμάνια, όπου θα μπορούσαν να προσεγγίσουν πλοία με τα απαραίτητα για την επιβίωση του πληθυσμού τρόφιμα και εφόδια ασφυκτιούσαν αποκλεισμένα από τις χιλιάδες θαλάσσιες νάρκες που είχαν ποντιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου από εχθρούς και φίλους στις ελληνικές θάλασσες. Ετσι, τα ναρκαλιευτικά σκάφη του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, επιφορτίστηκαν με το τεράστιο και επείγουσας προτεραιότητας έργο της εκκαθάρισης αυτής της θανάσιμης απειλής.


Μετά την απελευθέρωση της ηπειρωτικής Ελλάδας από τους Γερμανούς και το τέλος του Β’ ΠΠ που ακολούθησε, στα δεκάδες ναρκοπέδια τα οποία είχαν ποντιστεί στους θαλάσσιους διαύλους, στους κόλπους και γύρω από τις μήκους 15.000 km ακτές μας, υπολογίστηκε ότι υπήρχαν περίπου 17.420 νάρκες διαφόρων τύπων. Υπό το βάρος αυτών των συνθηκών, όταν υψώθηκε και πάλι η ελληνική σημαία στον ιερό βράχο της Ακρόπολης έπειτα από τρεισήμισι χρόνια σκληρής κατοχής, η πατρίδα μας βρέθηκε απομονωμένη από ξηρά και από θάλασσα.

Στα χρόνια που ακολούθησαν 6.220 θαλάσσιες νάρκες καταστράφηκαν από τη δράση των ελληνικών ναρκαλιευτικών. Πολλές ακόμα καταστράφηκαν από τις καιρικές συνθήκες, αλλά και από τη φθορά του χρόνου. Ακόμα και σήμερα είναι πιθανόν κάποια από αυτά τα τρομερά και ύπουλα υποθαλάσσια οπλικά συστήματα, να παραμένουν σε κάποια σημεία του βυθού των ελληνικών θαλασσών ως θλιβερά απομεινάρια της εποχής του πολέμου.

Η πόντιση της υποθαλάσσιας απειλής

Μετά την έναρξη του Ελληνο-ιταλικού πολέμου, την 28η Οκτωβρίου 1940, πλοία του Ελληνικού Ναυτικού πόντισαν ναρκοπέδιο στην περιοχή μεταξύ της Αίγινας και των Φλεβών, για να αποκλειστεί η προσέγγιση εχθρικών σκαφών στον Σαρωνικό. Αλλα ναρκοπέδια ποντίστηκαν επίσης σε θαλάσσιες προσβάσεις και διαύλους για αμυντικούς σκοπούς. Την ίδια περίοδο στη νοτιοανατολική άκρη του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, οι Ιταλοί πόντισαν τα δικά τους ναρκοπέδια για να περιορίσουν τη δράση του Βρετανικού Στόλου Μεσογείου εναντίον των νησιών τα οποία είχαν υπό την κατοχή τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν τα πυκνά και τακτικά οργανωμένα ναρκοπέδια των Ιταλών γύρω από το μεγάλης τότε στρατηγικής σημασίας νησί της Λέρου, όπου είχαν εγκαταστήσει αεροναυτικές βάσεις και μεγάλο αριθμό οχυρώσεων, όπως επίσης και στη Ρόδο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου βρετανικά σκάφη επιφανείας, αεροσκάφη και υποβρύχια, προέβησαν σε ποντίσεις ναρκών σε θαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας στις οποίες επιχειρούσαν σκάφη του Αξονα.

Μετά τον Μάιο του 1941 οι Γερμανοί δεν εκδήλωσαν αρχικά μεγάλο ενδιαφέρον για το Αιγαίο και έτσι ανέθεσαν τον έλεγχο μεγάλων περιοχών του στους Ιταλούς. Από το 1942 όμως, επειδή ένα μέρος του ανεφοδιασμού του Afrika Korps πραγματοποιείτο από το λιμάνι του Τομπρούκ, μέσω της Ελλάδας και της Κρήτης, άρχισε η δράση των βρετανικών και των ελληνικών υποβρυχίων εναντίον της γερμανικής ναυσιπλοϊας στις ελληνικές θάλασσες.

Οι Γερμανοί αντιδρώντας και θέλοντας να κρατήσουν τα λιμάνια και τους θαλάσσιους διαύλους στην περιοχή του Αιγαίου ανοικτούς, προσπάθησαν να συγκροτήσουν έναν στόλο πολεμικών σκαφών στην ανατολική Μεσόγειο. Αρχικά στράφηκαν στα δεκάδες διαθέσιμα μεγάλα και μικρά εμπορικά και αλιευτικά κυρίως σκάφη, τα οποία είχαν παραμείνει στα ελληνικά λιμάνια και στις ακτές, μετά την κατάληψη της χώρας.

Εκατόν πέντε από αυτά κρίθηκαν κατάλληλα για υπηρεσία, μετά από τοποθέτηση νέων κινητήρων και αντιαεροπορικών όπλων. Τα περισσότερα από αυτά ήταν ξύλινα αλιευτικά πλοιάρια και σκάφη τελωνείου, μικρά περιπολικά, καθώς και λίγα ελληνικά και βρετανικά πολεμικά σκάφη τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί εξαιτίας του ότι είχαν υποστεί ζημιές.

Η Γερμανική Ναυτική Διοίκηση Αιγαίου που συγκροτήθηκε, χωρίστηκε σε τέσσερις τοπικούς τομείς ευθύνης: της Θεσσαλονίκης, της Λήμνου, της Αττικής και της Κρήτης, στους οποίους υπηρέτησαν τα προαναφερθέντα σκάφη, ενταγμένα σε Στολίσκους Παράκτιας Αμυνας (Kustenschutzflotille). Τα καθήκοντα καθενός στολίσκου ήταν η περιπολία, η ανθυποβρυχιακή έρευνα και η ναρκοθέτηση.

Ειδικά για τη ναρκοθέτηση με μεγάλους αριθμούς ναρκών και ικανότητα επιχειρήσεων μεγάλης εμβέλειας, το Γερμανικό Ναυτικό χρησιμοποίησε στο Αιγαίο μεγαλύτερα σκάφη. Ενα από αυτά ήταν το βουλγαρικό ατμόπλοιο «Bulgaria», το οποίο μετατράπηκε σε ναρκοθέτιδα, μετά από εργασίες στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας και ανέλαβε υπηρεσία στο Αιγαίο στις 16 Μαρτίου 1942, όπως και το «Zeus» μετά το 1943 (πρώην ιταλικό «Fransesco Morosini»).

Επίσης, ένα νεότευκτο σκάφος-βάση υδροπλάνων του Γιουγκοσλαβικού Ναυτικού, το «Drache», καταλήφθηκε από τους Γερμανούς και χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τη Luftwaffe. Τον Απρίλιο του 1942 το σκάφος μετατράπηκε σε ναρκοθέτιδα σε ναυπηγείο της Τεργέστης και εστάλη να υπηρετήσει στο Αιγαίο, όπου αποτέλεσε μαζί με το «Hermes» (το πρώην ελληνικό αντιτορπιλικό «Βασιλεύς Γεώργιος»), τη μεγαλύτερη και πολυτιμότερη ναυτική μονάδα των Γερμανών μέχρι το 1944.

Τον Σεπτέμβριο του 1943, η συνθηκολόγηση της Ιταλίας υπό την πίεση της προέλασης των συμμαχικών στρατευμάτων στο νότιο τμήμα της, προκάλεσε έναν αγώνα δρόμου μεταξύ των Γερμανών και των Βρετανών για την κατάληψη των μεγάλης στρατηγικής σημασίας, μέχρι τότε υπό ιταλική κατοχή, νησιών της Δωδεκανήσου.

Οι βρετανικές και οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις οι οποίες συγκεντρώθηκαν στην περιοχή για να υποστηρίξουν τα χερσαία τμήματα που αποβιβάστηκαν στα νησιά αυτά, καθώς και για να αποτρέψουν τις γερμανικές απόπειρες ανακατάληψής τους από τη θάλασσα, αριθμούσαν έξι αντιτορπιλικά, δέκα υποβρύχια και δεκάδες άλλα μικρότερα βοηθητικά σκάφη.

Αντιδρώντας οι Γερμανοί, άρχισαν να ενισχύουν σημαντικά τα υπάρχοντα ναρκοπέδια σε παράκτιες περιοχές της Ελλάδας, για να αποτρέψουν μία συμμαχική απόβαση και για να εξουδετερώσουν την απειλή από τον Βρετανικό και τον Ελληνικό Στόλο στο νοτιοανατολικό Αιγαίο.

Κατά τις επιχειρήσεις οι οποίες διεξήχθησαν στη θάλασσα της Δωδεκανήσου, το «Bulgaria» βυθίστηκε από τις τορπίλες του βρετανικού υποβρυχίου «Unruly». Τη νύκτα της 9 προς 10 Οκτωβρίου 1943, το «Drache» κατόρθωσε, αθέατο από τα συμμαχικά αντιτορπιλικά που περιπολούσαν, να ποντίσει έναν μεγάλο αριθμό ναρκών στην περιοχή ανατολικά της Καλύμνου και να επιστρέψει στη βάση του.

Στις 22 Οκτωβρίου, σε μία αποστολή περιπολίας, το ελληνικό αντιτορπιλικό «Αδριας» και το βρετανικό «Hurworth», έπεσαν μέσα σε αυτό το νεοποντισμένο ναρκοπέδιο. Τα δύο σκάφη προσέκρουσαν σε νάρκες και το μεν «Αδριας» έχασε ένα μεγάλο τμήμα της πλώρης του αλλά διατήρησε την πλευστότητά του, ενώ το «Hurworth» βυθίστηκε.

Δύο ημέρες αργότερα, ένα άλλο αντιτορπιλικό το «Eclipse», το οποίο μετέφερε 200 Βρετανούς στρατιώτες στη Λέρο, ανατινάχτηκε από νάρκη στην ίδια περιοχή και βυθίστηκε αμέσως παρασύροντας στον υγρό τάφο του 135 στρατιώτες και πολλούς άνδρες του πληρώματός του.

Μέχρι το καλοκαίρι του 1944 η έκβαση του πολέμου σε όλα τα μέτωπα ήταν σε βάρος των Γερμανών, και έτσι οι ναυτικές μονάδες τους προχώρησαν στην πόντιση χιλιάδων ακόμα ναρκών στο Αιγαίο και σε άλλες παράκτιες περιοχές της Ελλάδας.

Στην επιχείρηση αυτή χρησιμοποιήθηκαν οι προαναφερθείσες ναρκοθέτιδες «Drache», «Zeus» και άλλα μικρότερα σκάφη και επίσης τα ιταλικά «Alula», «Gallipoli» και «Otranto». Από τον Σεπτέμβριο του 1944, ένας στολίσκος άλλων σκαφών (ΤΑ 37, ΤΑ 38 και ΤΑ 39), τα οποία έπλευσαν στο Αιγαίο από την Τεργέστη μέσω της Κέρκυρας και της Πάτρας, συμμετείχαν στις μεταφορές γερμανικών στρατευμάτων από νησιωτικές περιοχές προς τα λιμάνια της ηπειρωτικής Ελλάδας, αλλά και σε ναρκοθέτηση.

Η αναχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων από την Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1944, έθεσε τέλος στη «σπορά του κακού» στις ελληνικές θάλασσες, οι οποίες έβριθαν πλέον από χιλιάδες νάρκες κάθε είδους και τύπου. Ως παράδειγμα των μεγάλων ναρκοπεδίων που είχαν ποντιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, αναφέρουμε ότι στην ευρύτερη περιοχή του Σαρωνικού και του νοτίου Ευβοϊκού υπήρχαν 1.290 αγκυροβολημένες νάρκες επαφής σε βάθος δύο έως είκοσι μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας και 278 μαγνητικές νάρκες βυθού!

Χιλιάδες ακόμα νάρκες υπήρχαν στην περιοχή του Θερμαϊκού, του Αργολικού, του Πατραϊκού, του Κυπαρισσιακού, του Παγασητικού, του Αμβρακικού και του κόλπου της Καλαμάτας, στην είσοδο του όρμου της Σούδας, του λιμανιού του Ηρακλείου και της Αλεξανδρούπολης, στο στενό των Κυθήρων και γύρω από τα μεγάλα νησιά και τους θαλάσσιους διαύλους του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους.

Καθαρίζοντας τις νάρκες από τις ελληνικές θάλασσες

Οι κυριότερες μέθοδοι ναρκαλιείας της εποχής του Β’ΠΠ, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν από τα ελληνικά και τα βρετανικά σκάφη για την εκκαθάριση των ναρκοπεδίων στις θάλασσες της πατρίδας μας, ήταν οι ακόλουθες:

Αγκυροβολημένες νάρκες επαφής

Για την εξουδετέρωση των ναρκών αυτού του τύπου έπρεπε να αποκοπεί το συρματόσχοινο ή η αλυσίδα του αγκυροβολίου τους, και έτσι η θετική πλευστότητα τις ανάγκαζε να βγουν στην επιφάνεια της θάλασσας, όπου καταστρέφονταν από τις βολές των πυροβόλων ή των πολυβόλων των σκαφών. Για την αποκοπή τους από τα αγκυροβόλια, τα ναρκαλιευτικά διέθεταν συστήματα συρματόσχοινων και άλλων μηχανισμών (γρύπποι), τα οποία έλκονταν από το σκάφος. Τα συρματόσχοινα αυτά είχαν ειδική πλέξη, η οποία τους έδινε την ικανότητα πριονίσματος και κοπής με την τριβή τους επάνω στις αλυσίδες ή τα συρματόσχοινα που συγκρατούσαν τις αγκυροβολημένες νάρκες.

Κάθε συρματόσχοινο ναρκαλιείας είχε μήκος 250 ή περισσότερων μέτρων και κατά τη ρυμούλκησή του από τα σκάφη εκτρεπόταν δεξιά ή αριστερά με τη χρησιμοποίηση του εκτροπέα και του πλωτήρα σχήματος τορπίλης στην επιφάνεια της θάλασσας. Το βάθος στο οποίο αλίευε το συρματόσχοινο κοπής, ρυθμιζόταν από τον καταδύτη. Οταν το απλωμένο συρματόσχοινο το οποίο ρυμουλκείτο από το ναρκαλιευτικό που έπλεε πάνω από ναρκοπέδιο συναντούσε το σύστημα πρόσδεσης μίας αγκυροβολημένης νάρκης το απέκοπτε, αναγκάζοντάς την να αναδυθεί. Αν αυτό δεν ήταν δυνατό λόγω μεγάλης ανθεκτικότητας, η εξουδετέρωση του αγκυροβολίου επιτυγχανόταν από έναν ειδικό κόπτη, ο οποίος ήταν στερεωμένος στην άκρη του συρματόσχοινου αλιείας.

Μαγνητικές νάρκες

Οι νάρκες του τύπου αυτού, επειδή ήταν ποντισμένες στον βυθό, απαιτούσαν ιδιαίτερη τεχνική για την καταστροφή τους. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν συρματόσχοινα με μαγνητικές ράβδους, τις άκρες των οποίων ρυμουλκούσαν δύο σκάφη τα οποία έπλεαν παράλληλα. Αργότερα επικράτησαν κυρίως δύο μέθοδοι ναρκαλιείας: από αέρος και από θαλάσσης.

Η πρώτη μέθοδος επιτυγχανόταν με μεγάλους μεταλλικούς δακτυλίους στερεωμένους κάτω από την άτρακτο και τις πτέρυγες αεροσκαφών. Οι δακτύλιοι αυτοί μετατρέπονταν σε ισχυρούς ηλεκτρομαγνήτες από ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο διοχέτευαν σε αυτούς οι ηλεκτρομηχανές που λειτουργούσαν στο εσωτερικό των αεροσκαφών. Κατόπιν τα αεροσκάφη πετούσαν χαμηλά επάνω από τα ναρκοπέδια, καταστρέφοντας με αυτό τον τρόπο ποντισμένες μαγνητικές νάρκες βάθους έως 10 μέτρων.

Τον από θαλάσσης τρόπο χρησιμοποιούσαν τα ναρκαλιευτικά για την εξουδετέρωση των μαγνητικών ναρκών στις ελληνικές θάλασσες με σάρωση τύπου «LL». Με τη μέθοδο αυτή κάθε σκάφος ξετύλιγε και ρυμουλκούσε πίσω του ένα ζεύγος μονωμένων καλωδίων μεγάλης διατομής και μήκους 300 περίπου μέτρων.

Τα καλώδια αυτά είχαν διαφορετικό μήκος και στο εσωτερικό τους διοχετευόταν ηλεκτρικό ρεύμα έντασης 3.000 Α, από την ηλεκτρομηχανή ισχύος 540 kw του σκάφους. Το ρεύμα στη συνέχεια διέρρεε μέσα από τα διαφορετικού μήκους άκρα των καλωδίων μέσα στο νερό, προκαλώντας ένα δυνατό μαγνητικό πεδίο εύρους 150 μέτρων εκατέρωθεν του σκάφους, το οποίο διέγειρε και προκαλούσε την έκρηξη των ποντισμένων μαγνητικών ναρκών στον βυθό.

Ακουστικές νάρκες

Μετά την εμφάνιση των ναρκών αυτών, οι Βρετανοί ανέπτυξαν διαφόρους τύπους ποντιζομένων στη θάλασσα συσκευών, οι οποίες προκαλούσαν δυνατούς θορύβους, ακόμα και ρίψη εκρηκτικών στο νερό για την εξουδετέρωσή τους. Προς το τέλος του Β’ ΠΠ τα περισσότερα συμμαχικά ναρκαλιευτικά χρησιμοποιούσαν τη συσκευή Mark ΙV, την οποία αποτελούσε μία ελατηριωτή σφύρα, τοποθετημένη μέσα σε υδατοστεγές χαλύβδινο τύμπανο, το οποίο καθελκυόταν και ρυμουλκείτο από μία πλευρά του σκάφους.

Η σφύρα αυτή δημιουργούσε μέσα στο νερό δυνατούς θορύβους, οι οποίοι προκαλούσαν την έκρηξη των ακουστικών ναρκών, έως και 500 μέτρα μακριά προτού ο πυροδοτικός τους μηχανισμός ενεργοποιηθεί από τον ήχο των ελίκων ή των μηχανών του σκάφους.

Μία παραλλαγή της συσκευής αυτή, η Mark V, χρησιμοποιούσε ειδικά πτερύγια προσαρμοσμένα επάνω στο τύμπανο με σκοπό να την εκτρέπουν κατά τη ρυμούλκησή της μακριά από το σκάφος και σε απόσταση ασφαλείας από αυτό.

Ο Ελληνικός ναρκαλιευτικό στόλος

Πριν από την έναρξη του Β’ ΠΠ, το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό είχε ενισχυθεί με την αγορά και μετασκευή σε ναρκαλιευτικά τεσσάρων ξύλινων φαλαινοθηρικών σκαφών βρετανικού τύπου. Μετά τη μετακίνηση του Ελληνικού Στόλου στη Μέση Ανατολή, το 1941, άρχισε σταδιακά ο εφοδιασμός του με βρετανικά κυρίως σκάφη για την αναπλήρωση των απωλειών του και την ενίσχυσή του.

Έτσι στις 15 Ιουλίου 1943 παραχωρήθηκαν από τους Βρετανούς στη Βηρυτό πέντε νορβηγικά ναρκαλιευτικά τύπου φαλαινοθηρικών, τα οποία ονομάστηκαν «Αλφειός», «Αχελώος», «Πηνειός», «Ευρώτας» και «Σπερχειός». Επιπλέον τον Ιούλιο και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους παραχωρήθηκαν οκτώ ακόμα βρετανικής ναυπήγησης ναρκαλιευτικά τύπου BYMS, όπως και έξι μικρότερα βοηθητικά αμερικανικά σκάφη τύπου FT (Fleet Tender), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την πόντιση σημαντήρων ναρκαλιείας.

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, τον Οκτώβριο του 1944, λόγω της έκτασης και της πυκνότητας των ναρκοπεδίων που έπρεπε να εκκαθαριστούν από τις ελληνικές θάλασσες, το Βρετανικό Ναυτικό εκτός από την αρχικά περιορισμένη συμμετοχή του σε ανάλογες επιχειρήσεις, παραχώρησε στον Ελληνικό Στόλο «επί δανεισμώ», συμπληρωματικό αριθμό ναρκαλιευτικών τύπου BYMS, MMS και ακτοφυλακίδες τύπου ML, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για τον ίδιο σκοπό. Αναλυτικά, από το 1944 έως το 1950 υπηρέτησαν στο Βασιλικό Ναυτικό 47 μεγάλα και μικρά ναρκαλιευτικά σκάφη όπως παρουσιάζονται στους σχετικούς πίνακες.

Εξάλλου υπηρέτησαν ως βοηθητικά ναρκαλιευτικά τα παλαιά ξύλινα, νορβηγικής κατασκευής σκάφη «Αλφειός», «Πηνειός», «Αχελώος» και «Ευρώτας» έως το 1946, οπότε και επιστράφηκαν στο Βρετανικό Ναυτικό. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η συμμετοχή των δύο ναρκαλιευτικών ανοικτής θαλάσσης «Πολεμιστής» και «Ναυμάχος», τα οποία χορηγήθηκαν από τους Αμερικανούς και χρησιμοποιήθηκαν μετά το τέλος του 1949.

Οι επιχειρήσεις

Η πρώτη επιχείρηση ναρκαλιείας στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε μετά τον επαναπατρισμό του Ελληνικού Στόλου στον απελευθερωμένο Πειραιά, τον Οκτώβριο του 1944 (επιχείρηση «Μάννα»). Στην επιχείρηση αυτή συμμετείχε το σύνολο σχεδόν των σκαφών του Ελληνικού Ναυτικού, με επικεφαλής το Θ/Κ «Γ. Αβέρωφ» επί του οποίου επέβαινε η ελληνική κυβέρνηση. Συμμετείχε ακόμα σημαντικό τμήμα του Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου, το οποίο αποτελούσαν πέντε καταδρομικά, τέσσερα αεροπλανοφόρα συνοδείας, τέσσερα αντιτορπιλικά και αρκετά άλλα πλοία διαφόρων τύπων τα οποία μετέφεραν δύο βρετανικές ταξιαρχίες πεζικού, άρματα μάχης και εφόδια για την απελευθερωμένη Αθήνα.

Τα πρώτα σκάφη-προπομποί της μεγάλης αυτής ναυτικής δύναμης έφθασαν και αγκυροβόλησαν το απόγευμα της 13ης Οκτωβρίου στα ανοικτά του Πόρου, όπου αργότερα άρχισαν να καταπλέουν και οι υπόλοιπες ναυτικές μονάδες. Με το πρώτο φως της επόμενης ημέρας άρχισε το εξαιρετικά επικίνδυνο έργο της διάνοιξης θαλασσίων διαύλων προς το λιμάνι του Πειραιά, ανάμεσα στα πυκνά και πολύπλοκα ναρκοπέδια τα οποία είχαν ποντίσει οι Γερμανοί στις εισόδους του Σαρωνικού κόλπου έως τον Πειραιά και τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας.

Στην προσπάθεια αυτή πρωτοστάτησαν οκτώ ελληνικά ναρκαλιευτικά τύπου BYMS, τα εξής: «Καρτερία», «Πάραλος», «Κως», «Κάσος», «Πάτμος», «Λέρος», «Αφρόεσσα» και «Σαλαμινία» επί του οποίου επέβαινε ο διοικητής του Στολίσκου Ναρκαλιευτικών υποπλοίαρχος Κ. Δανεζάκος. Επίσης συμμετείχαν έξι ακόμα βρετανικά ναρκαλιευτικά, ενώ πίσω τους στους εκκαθαριζόμενους διαύλους οι οποίοι σημαίνονταν με ποντισμένους σημαντήρες, ακολουθούσαν πλέοντας αργά, σε γραμμή παραγωγής, τα υπόλοιπα πολεμικά σκάφη.

Το έργο των ναρκαλιευτικών αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς έπρεπε να πλέουν κατευθείαν μέσα στα ναρκοπέδια, εκτελώντας ταυτόχρονα, με συνεχείς διελεύσεις και ελιγμούς, αποκοπή των αγκυροβολίων των ναρκών επαφής με ρυμουλκούμενους γρύππους και εξουδετέρωση των μαγνητικών ναρκών. Καθώς οι πρώτες νάρκες άρχισαν να προβάλλουν στην επιφάνεια και να ανατινάζονται από τα πυροβόλα των πλοίων ήλθε η καταστροφή Το ναρκαλιευτικό «Κως» τινάχτηκε στον αέρα ανάμεσα σε καπνούς και μία τεράστια στήλη νερού, την οποία προκάλεσε η πρόσκρουσή του σε μία νάρκη. Λίγο αργότερα το «Κάσος» που έσπευσε για να βοηθήσει τους ναυαγούς, ανατινάχτηκε και αυτό από μία άλλη νάρκη. Οι απώλειες αυτές που σημειώθηκαν κάτω από τη σκιά του βράχου της Ακρόπολης και τόσο κοντά στον απελευθερωμένο Πειραιά, στοίχισαν στο Βασιλικό Ναυτικό τρεις νεκρούς και αρκετούς τραυματίες από τα πληρώματα των δύο άτυχων σκαφών.

Παρόλα αυτά ο αγώνας των υπόλοιπων ναρκαλιευτικών δεν σταμάτησε και μέχρι αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ένας εκκαθαρισμένος δίαυλος έως τις ακτές της Πειραϊκής άνοιξε, αφού όμως βυθίστηκαν εκτός από τα ελληνικά σκάφη, δύο ακόμα βρετανικά ναρκαλιευτικά, το «Clinton» και το «Larne», καθώς και το πετρελαιοφόρο «Petronela». Επιτέλους ο ξενιτεμένος Ελληνικός Στόλος είχε επιστρέψει στη βάση του.

Πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος άρχισε η εκκαθάριση των θαλάσσιων ναρκοπεδίων στην Ελλάδα. Η εκκαθάριση αυτή σχεδιάστηκε ανά περιοχή με ιεράρχηση των προτεραιοτήτων της ναυσιπλοϊας, των διαθέσιμων μέσων και με γνώμονα τις αντι-ανταρτικές επιχειρήσεις οι οποίες διεξάγονταν στην ξηρά. Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, παραδόθηκαν από τα γερμανο-ιταλικά επιτελεία στοιχεία και χάρτες για τα ναρκοπέδια που υπήρχαν στην Ελλάδα.

Τα περισσότερα από αυτά είχαν ποντιστεί κατά το πρώτο εξάμηνο του 1944 και είχαν δημιουργήσει στις ελληνικές θάλασσες δύο μεγάλες ναρκοθετημένες ζώνες: η πρώτη ήταν στο Αιγαίο και άρχιζε από τα Δαρδανέλλια, συνέχιζε στις Κυκλάδες και έφθανε έως τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη. Η δεύτερη ζώνη ναρκοπεδίων περιέβαλλε ασφυκτικά τις παράκτιες περιοχές από την Κέρκυρα έως την Αλεξανδρούπολη.

Τα στοιχεία που δόθηκαν για τα ναρκοπέδια αυτά ήταν σε γενικές γραμμές ακριβή και στους χάρτες τους αναφέρονταν οι γεωγραφικές συντεταγμένες των θέσεών τους, ο αριθμός των ναρκών και επιπλέον τα ονόματα των γερμανικών και ιταλικών σκαφών τα οποία τις πόντισαν. Συμπληρωματικά στοιχεία επίσης παραδόθηκαν από τους Βρετανούς και αφορούσαν τις νάρκες οι οποίες είχαν ποντιστεί από δικά τους μέσα κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Δυστυχώς, όμως, τα διαθέσιμα σχέδια για τα ναρκοπέδια δεν ανταποκρίνονταν πάντοτε στην πραγματικότητα την οποία αντιμετώπιζαν τα σκάφη που πραγματοποιούσαν τη ναρκαλιεία. Αυτό συνέβαινε διότι πολλές φορές οι πολεμικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της ναρκοθέτησης, η κακοκαιρία, τα θαλάσσια ρεύματα, ακόμα και η σύγχυση των πληρωμάτων, προκαλούσαν διασπορά των ναρκών εκτός των διατεταγμένων ορίων που έπρεπε να ποντιστούν. Ετσι το έργο των ναρκαλιευτικών δυσκολευόταν ακόμα περισσότερο και όλες πλέον οι ελληνικές θάλασσες θεωρούντο επικίνδυνες για τη ναυσιπλοϊα.

Αρχικά ο διαθέσιμος αριθμός των ελληνικών σκαφών κατανεμήθηκε σε στολίσκους με περιοχές ευθύνης όπου έπρεπε να δράσουν, σύμφωνα με τις διαταγές και τις προτεραιότητες τις οποίες καθόρισε το Ναυτικό Επιτελείο. Τα εκτεταμένα ναρκοπέδια του Σαρωνικού αποτέλεσαν μία περιοχή πολύμηνων ερευνών για αρκετά σκάφη τα οποία επιχειρούσαν σε ομάδες για την εκκαθάριση των αγκυροβολημένων ναρκών, αλλά και μεμονωμένων ναρκαλιευτικών για την καταστροφή των μαγνητικών ναρκών, οι οποίες ήταν ποντισμένες σε πιο ρηχά νερά κατά μήκος των ακτών.

Ειδικά όσον αφορά τις έρευνες για νάρκες αυτού του είδους τα σκάφη έπρεπε να πλέουν ρυμουλκώντας το ζεύγος καλωδίων ηλεκτρομαγνητικής αλιείας κοντά στις παραλίες της Αττικής, από τον ισθμό της Κορίνθου μέχρι το Σούνιο.

Σε αρκετά σημεία των ακτών, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, τα πληρώματα έπρεπε να προειδοποιούν τους λιγοστούς λουόμενους να βγουν από τη θάλασσα, επειδή η πιθανή έκρηξη μιας νάρκης μπορούσε να τους προκαλέσει εσωτερική αιμορραγία ή ακόμα και θάνατο. Αλλες φορές επίσης αρκετοί ψαράδες καιροφυλακτούσαν στις παραλίες όπου επιχειρούσαν τα ναρκαλιευτικά, σπεύδοντας με βάρκες έπειτα από την καταστροφή μιας νάρκης για να συλλέξουν από τη θάλασσα τις μεγάλες ποσότητες ψαριών που αφθονούσαν εκείνη την περίοδο στον Σαρωνικό και επέπλεαν στη θάλασσα στον χώρο της έκρηξης.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι τα ναρκαλιευτικά για την προστασία τους από τις μαγνητικές νάρκες διέθεταν το σύστημα Degaussing. Το σύστημα αυτό αποτελείτο από πολλαπλές σειρές περιελίξεων ηλεκτρικών καλωδίων γύρω από τον εσωτερικό χώρο του σκάφους. Οι ηλεκτρικές περιελίξεις τροφοδοτούντο από την ηλεκτρομηχανή του ναρκαλιευτικού, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα μαγνητικό πεδίο το οποίο εξουδετέρωνε τον μαγνητισμό που ασκούσε στον περιβάλλοντα χώρο η μάζα των μηχανών, τα μεταλλικά εφόδια και τα εξαρτήματα, ακόμα και η μεταλλική κατασκευή κάποιων σκαφών.

Με τον τρόπο αυτό το πλοίο μπορούσε να πλέει με ασφάλεια πάνω από ποντισμένες μαγνητικές νάρκες, ή ακόμα αυξάνοντας το ηλεκτρικό φορτίο στο σύστημα Degaussing που έφερε, να προκαλεί τη διέγερση των ναρκών αυτού του τύπου και την καταστροφή τους σε μεγάλη απόσταση από το πλοίο.

Παρόλα αυτά οι δυσκολίες στη ναρκαλιεία δεν έλλειπαν. Αρκετές μαγνητικές νάρκες έφεραν ειδικούς ασφαλιστικούς μηχανισμούς και δεν εκρήγνυντο με την πρώτη μαγνητική διέγερσή τους. Ηταν δηλαδή ρυθμισμένες να αντιδρούν στη δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, έως και τη δωδέκατη διέγερσή τους, με σκοπό να πλήξουν πλοία μιας νηοπομπής τα οποία θα διέρχονταν από την περιοχή και στην οποία προηγούντο τα ελαφρά σκάφη συνοδείας, ενώ τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα πλοία ακολουθούσαν για λόγους ασφαλείας. Γι’ αυτό τον λόγο η ίδια περιοχή έπρεπε να σαρωθεί από τα ναρκαλιευτικά αρκετές φορές ώστε να θεωρηθεί απαλλαγμένη από νάρκες και διαθέσιμη για τη ναυσιπλοϊα.

Μετά από εντατικές, επικίνδυνες και επίμονες επιχειρήσεις των ελληνικών ναρκαλιευτικών στον Σαρωνικό, οι οποίες αργότερα επεκτάθηκαν και στον νότιο Ευβοϊκό, η περιοχή θεωρήθηκε εκκαθαρισμένη το καλοκαίρι του 1946.

Το δεύτερο εξάμηνο του 1946 τα ελληνικά ναρκαλιευτικά επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους προς εκκαθάριση ναρκοθετημένων περιοχών στις Κυκλάδες, όπου ανάλογες επιχειρήσεις είχαν αρχίσει από το 1945. Γύρω από τη Μήλο ο 2ος Στολίσκος Ναρκαλιευτικών κατέστρεψε 100 περίπου αγκυροβολημένες νάρκες, ενώ στον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Τήνου, Μυκόνου, Σύρου και Πάρου, η «συγκομιδή» των σκαφών ήταν πτωχή λόγω του αποτελεσματικού έργου που είχε πραγματοποιηθεί εκεί κατά το προηγούμενο έτος από άλλα ναρκαλιευτικά.

Πολύ περισσότερη όμως εργασία περίμενε τα πληρώματα των ελληνικών σκαφών γύρω από τη Νάξο, ιδίως στο λιμάνι της και στην ευρύτερη περιοχή του. Την εκκαθάριση των γερμανικών ναρκοπεδίων εκεί ανέλαβε το ναρκαλιευτικό «Λευκάς» (ΝΑ 2068), το οποίο έφερε σε πέρας το έργο του με εξαιρετικές δυσκολίες, εξαιτίας των αβαθών υδάτων που έπρεπε να ερευνήσει, έως τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1946.

Επειδή η εκκαθάριση των ποντισμένων ναρκοπεδίων απαιτούσε καλές καιρικές συνθήκες και ήρεμη θάλασσα για να μπορούν οι οπτήρες των σκαφών να επισημαίνουν τις νάρκες που αναδύονταν στην επιφάνεια, οι χειμερινοί μήνες και η κακοκαιρία ανάγκαζε τα πλοία να αποσύρονται ή να περιορίζουν τη δραστηριότητά τους σε όρμους ή κοντά στις παραλίες.

Σε ό,τι αφορούσε τη διάνοιξη των πρώτων διαύλων (σπάσιμο) των ναρκοπεδίων, συνήθως χρησιμοποιούντο ναρκαλιευτικά τύπου ML, τα οποία είχαν μικρό βύθισμα για να αποφεύγουν πιθανή πρόσκρουσή τους στις αγκυροβολημένες νάρκες κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι δίαυλοι αυτοί στη συνέχεια σημαίνονταν με σημαντήρες (πλωτήρες) και στο εσωτερικό τους επιχειρούσαν κατόπιν τα μεγαλύτερα ναρκαλιευτικά για τη συνέχιση της εκκαθάρισης. Η πλεύση διαμέσου των ποντισμένων σημαντήρων ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για τα πληρώματα των σκαφών και έπρεπε να τηρείται πολύ προσεκτικά από τους κυβερνήτες τους.

Πιθανά λάθη στον κανόνα αυτό ήταν καταστροφικά. Μία περίπτωση λάθους που πραγματοποίησε το πλήρωμα του ναρκαλιευτικού «Πηνειός», στοίχισε την ανατίναξη του σκάφους και τον θάνατο όλων των μελών του πληρώματός του.

Το «Πηνειός» συμμετείχε στην εκκαθάριση ενός ναρκοπεδίου στο Ιόνιο, βόρεια της Λευκάδας, την 24η Οκτωβρίου 1945. Στην προσπάθειά του να καταστρέψει με τα πυροβόλα των 20 mm τις νάρκες των οποίων τα αγκυροβόλια είχαν αποκοπεί από άλλα ναρκαλιευτικά και επέπλεαν, εισήλθε σε μία μη εκκαθαρισμένη περιοχή, προσέκρουσε σε νάρκη και βυθίστηκε, παρασύροντας στον βυθό τα 18 μέλη του πληρώματός του.

Στις αρχές του 1947 ένα τραγικό γεγονός έριξε τη σκιά του στο λαμπρό έργο το οποίο είχαν επιτελέσει έως τότε τα ελληνικά ναρκαλιευτικά. Τα ξημερώματα της 16ης Ιανουαρίου το επιβατικό πλοίο «Χειμάρα» (πρώην γερμανικό νοσοκομειακό σκάφος 1.250 t, το οποίο είχε δοθεί ως πολεμική αποζημίωση στην Ελλάδα), που είχε αποπλεύσει από τη Θεσσαλονίκη με 550 επιβάτες και κατευθυνόταν προς τον Πειραιά μέσω Χαλκίδας, βυθίστηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στον νότιο Ευβοϊκό, κοντά στη νησίδα Βερντούκι (δυτικά της νήσου Στύρας).

Στο ναυάγιο αυτό χάθηκαν 400 περίπου από τους επιβάτες και μέλη του πληρώματος, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν στρατιωτικοί. Οι επιζώντες ανέφεραν ότι λίγο πριν το συμβάν ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος από έκρηξη ή πρόσκρουση στο πίσω μέρος του σκάφους.

Παρόλο το ότι ολόκληρη η περιοχή του Ευβοϊκού είχε ελεγχθεί αρκετές φορές κατά το 1945 και το 1946, έχοντας αποδοθεί καθαρή στη ναυσιπλοϊα, αρχικά το ναυάγιο αυτό καταλογίστηκε στην έκρηξη κάποιας νάρκης η οποία δεν είχε εντοπισθεί έως τότε. Ετσι, ολόκληρος ο θαλάσσιος χώρος άρχισε και πάλι να ερευνάται από τα ναρκαλιευτικά κατά τις επόμενες εβδομάδες, χωρίς όμως αποτελέσματα. Τελικά οι έρευνες από δύτες οι οποίοι επιθεώρησαν το ναυαγισμένο πλοίο, ανέφεραν ότι στα ύφαλά του υπήρχε ρήγμα το οποίο οφειλόταν πιθανώς σε εσωτερική έκρηξη (δολιοφθορά ή ατύχημα) ή ακόμα και στην πρόσκρουσή του σε κάποια βραχονησίδα.

Έτσι το πόρισμα της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων του Βασιλικού Ναυτικού, απήλλαξε τα ναρκαλιευτικά από την κατηγορία.

Στο μεταξύ από τις αρχές του 1947 είχε αρχίσει η συστηματική ναρκαλιεία στην περιοχή του Θερμαϊκού κόλπου, η οποία τελείωσε με επιτυχία έως τα τέλη Μαϊου του 1947. Επειτα ακολούθησε η εκκαθάριση των ναρκοπεδίων σε άλλες παράκτιες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, του ανατολικού Αιγαίου, των Δωδεκανήσων και των παραλίων της Κρήτης.

Σύνοψη

Η ναρκαλιεία στην Ελλάδα συνεχίστηκε τοπικά και κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι θάλασσές μας όμως θεωρούντο ήδη εκκαθαρισμένες και ασφαλείς για τη ναυτιλία. Από τα ναρκαλιευτικά σκάφη τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την πραγματοποίηση αυτού του σημαντικού έργου, όπως προαναφέρθηκε, πολλά είχαν παραληφθεί «επί δανεισμώ» από το Βρετανικό Ναυτικό κατά την περίοδο 1945-1950. Μερικά από αυτά καταστράφηκαν κατά την εκτέλεση των επιχειρήσεων, ενώ άλλα επιστράφηκαν.

Η ψυχή τους όμως, τα ηρωικά πληρώματα του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, έφεραν σε πέρας το έργο τους με αυταπάρνηση, επιτυγχάνοντας μία αληθινή εποποιϊα σε καιρό ειρήνης! Σε αυτούς και στη μνήμη όλων όσοι έπεσαν κατά την εκτέλεση του καθήκοντός τους, αφιερώνεται αυτό το άρθρο.

Οι τύποι θαλάσσιων ναρκώ στον Β’ ΠΠ

Μία σύντομη αναφορά στους βασικότερους τύπους θαλασσίων ναρκών οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν κατά τον Β’ ΠΠ, είναι απαραίτητη για την κατανόηση των μεγάλων κινδύνων τους οποίους αντιμετώπιζαν τα πληρώματα των ναρκαλιευτικών σκαφών που ανέλαβαν το επίπονο έργο της εκκαθάρισης των εκτεταμένων ναρκοπεδίων κατά τη μεταπολεμική περίοδο.

Νάρκες επαφής

Αποτελούσαν τον παλαιότερο τύπο θαλασσίων ναρκών και χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλους αριθμούς κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων, λόγω της απλής και φτηνής κατασκευής τους, ενώ κάποιοι εξελιγμένοι τύποι αυτών είναι ακόμα και σήμερα σε υπηρεσία. Αυτές αποτελούντο από μία θολωτή κατασκευή η οποία περιέκλειε την εκρηκτική γόμωσή τους και τον μηχανισμό του αγκυροβολίου, ο οποίος ποντιζόταν στον βυθό και συγκρατούσε τη νάρκη σε συγκεκριμένο προκαθορισμένο βάθος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας με αλυσίδα ή συρματόσχοινο.

Η έκρηξη των ναρκών αυτού του τύπου πραγματοποιείτο με την πρόσκρουση ενός πλοίου επάνω στους επικρουστήρες, οι οποίοι ήταν τοποθετημένοι σε προεξοχές περιφερειακά του θόλου τους. Με την πρόσκρουση απελευθερωνόταν ένα ηλεκτρικά αγώγιμο διάλυμα το οποίο επέτρεπε το κλείσιμο ενός κυκλώματος που ενεργοποιούσε την εκρηκτική γόμωση.

Για παράδειγμα, οι γερμανικής κατασκευής νάρκες επαφής, διέθεταν προεξοχές επικρουστήρων τύπου Herz, οι οποίες περιείχαν γυάλινους σωλήνες γεμάτους με ηλεκτρολύτη. Οταν ο γυάλινος σωλήνας έσπαζε λόγω της πρόσκρουσης ενός πλοίου επάνω στη νάρκη, το διάλυμα διέρρεε προς δύο πλάκες από άνθρακα και ψευδάργυρο, συνδέοντάς τις και δημιουργώντας μία απλή μπαταρία η οποία διοχέτευε αμέσως ένα ηλεκτρικό φορτίο που προκαλούσε την ανάφλεξη της γόμωσης.

Μαγνητικές νάρκες

Ο τύπος αυτών των ναρκών χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1917, όμως κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι Γερμανοί συνέχισαν να τις εξελίσσουν και όταν ξέσπασε ο Β’ΠΠ, διέθεταν ήδη στο οπλοστάσιό τους μεγάλους αριθμούς από αυτές. Οι μαγνητικές νάρκες μπορούσαν να ποντιστούν από αεροσκάφη ή από πλοία εύκολα και με μυστικότητα. Σε αντίθεση με τις νάρκες επαφής οι οποίες διέθεταν αγκυροβόλιο, οι μαγνητικές νάρκες ποντίζονταν στους βυθούς ρηχών θαλάσσιων περιοχών, όπως π.χ. όρμους, διαύλους, κατά μήκος ακτών, όπως επίσης και στις εισόδους και στο εσωτερικό των λιμανιών.

Η σχήματος ατράκτου κατασκευή τους (για όσες ποντίζονταν από αεροσκάφη), περιέκλειε στο εμπρόσθιο τμήμα την εκρηκτική γόμωση βάρους 300 kg, έναν ηλεκτρομαγνητικό μηχανισμό, μία μπαταρία, αντίβαρα, καθώς και χώρο για το αλεξίπτωτο και τα σχοινιά πρόσδεσής του στο πίσω μέρος της. Εξωτερικά έφεραν προεξοχές αγκίστρωσης, οι οποίες δεν επέτρεπαν τη μετακίνησή τους στον βυθό, ειδικό επικρουστήρα ανάφλεξης σε περίπτωση κρούσης, καθώς και υδροστατική βαλβίδα ασφαλείας.

Την έκρηξη των ναρκών του τύπου αυτού προκαλούσε η διέλευση ενός σκάφους πάνω από το σημείο όπου ήταν ποντισμένες. Η μεταλλική μάζα του σκάφους, τα διάφορα εξαρτήματα ή το φορτίο το οποίο μετέφερε, διέγειραν το μαγνητικό πεδίο του ηλεκτρομαγνητικού μηχανισμού που υπήρχε σε κάθε νάρκη, με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση ειδικού διακόπτη και την ανάφλεξη της γόμωσής της με ηλεκτρικό ρεύμα.

Ακουστικές νάρκες

Αυτές ήταν μία ακόμα εφαρμογή στην εκστρατεία ναρκοπολέμου την οποία εξαπέλυσαν οι Γερμανοί εναντίον των Συμμάχων από το 1940. Ο πυροδοτικός μηχανισμός των ναρκών αυτών οι οποίες επίσης ποντίζονταν στον βυθό, ενεργοποιείτο από μικρόφωνο συνδεδεμένο με έναν ειδικό μηχανισμό στο εσωτερικό τους. Ο μηχανισμός αυτός ήταν ρυθμισμένος έτσι ώστε να αντιδρά σε υποθαλάσσιους θορύβους και στον ήχο από τις έλικες σκαφών τα οποία περνούσαν πλησίον τους.

Νάρκες πίεσης

Μία ακόμα γερμανική επινόηση ναρκών, η πυροδότηση των οποίων πραγματοποιείτο από υδροστατικούς μηχανισμούς, οι οποίοι ανίχνευαν την αλλαγή πίεσης μέσα στο νερό, που προκαλούσε η διέλευση κάποιου μεγάλου σκάφους κοντά στο σημείο όπου ήταν ποντισμένες.
parapona-rodou
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ