2020-02-25 21:40:50
Φωτογραφία για 25 Φεβρουαρίου: Μνήμη Ταρασίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως († 25 Φεβρουαρίου 806)
Ο πατριάρχης Ταράσιος γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα γύρω στο 730, και οπωσδήποτε πολύ πριν από το 750, στην Κωνσταντινούπολη. Όπως συμβαίνει με πλείστες όσες πρωταγωνιστικές προσωπικότητες 

της περιόδου μεταξύ 7ου και 9ου αιώνα, έτσι και για τον πατριάρχη Ταράσιο έχουν διασωθεί λίγα βιογραφικά στοιχεία. Οι μόνες εξακριβωμένες ημερομηνίες της ζωής του αφορούν την εποχή της πατριαρχίας του.

Είναι γνωστό ότι ο Ταράσιος ήταν γόνος επιφανούς οικογένειας, η οποία ήταν ήδη εγκατεστημένη στην Κωνσταντινούπολη όταν γεννήθηκε αυτός και μέλη της κατείχαν υψηλόβαθμους τίτλους και σημαντικές θέσεις στη βυζαντινή κοινωνία. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος και ήταν πατρίκιος, κοιαίστωρ και έπαρχος Κωνσταντινουπόλεως. Ο παππούς του από την πλευρά του πατέρα του ονομαζόταν Σισσίνιος και ήταν επίσης πατρίκιος και κόμης των εξκουβιτόρων. Η μητέρα του ονομαζόταν Εγκράτεια και ο πατέρας της, ο οποίος ονομαζόταν επίσης Ταράσιος, μνημονεύεται με τον τίτλο του πατρικίου. Ο Ταράσιος επομένως καταγόταν από δύο οικογένειες πατρικίων, ενώ το ίδιο το όνομα Ταράσιος μαρτυρεί μια πιθανή καταγωγή της οικογένειας της μητέρας του από τη Μικρά Ασία· επικρατούσε μάλιστα η άποψη ότι είχε συγγένεια με τους Ισαύρους.


Από την οικογένεια του Ταρασίου καταγόταν και ο μεταγενέστερος πατριάρχης Φώτιος. Ο Φώτιος αποκαλούσε τον πρόγονό του πατρόθειο, μολονότι ο Ταράσιος ήταν κατά πάσα πιθανότητα θείος του παππού του.

Λόγω της έλλειψης πηγών και ιστορικών στοιχείων, δεν μπορούμε με ακρίβεια να προσδιορίσουμε το χαρακτήρα και την έκταση της μόρφωσης που έλαβε ο Ταράσιος. Από την άλλη πλευρά, είναι απολύτως βέβαιο ότι απέκτησε στη βυζαντινή πρωτεύουσα άριστη κοσμική μόρφωση, η οποία του εξασφάλισε μια λαμπρή κοσμική σταδιοδρομία με υψηλά διοικητικά αξιώματα και θέση πολύ κοντά στον αυτοκράτορα. Ξέρουμε ότι ο Ταράσιος είχε κάποια στιγμή το αξίωμα του υπάτου και στη συνέχεια του πρωτασηκρήτη (επικεφαλής του ανώτατου αυτοκρατορικού δικαστηρίου), μολονότι δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια η εποχή κατά την οποία ανέλαβε τα αξιώματα αυτά. Σε ένα μεταγενέστερο αγιογραφικό κείμενο, τον Βίο του, αναφέρεται ότι ο Ταράσιος είχε κάνει και θεολογικές σπουδές, όμως δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την ακρίβεια αυτής της μαρτυρίας.

Ο Ταράσιος χειροτονήθηκε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τα Χριστούγεννα του 784, όταν την εξουσία κατείχε η χήρα (από τον Σεπτέμβριο του 780) του αυτοκράτορα Λέοντα Δ’, Ειρήνη η Αθηναία. Η Ειρήνη ήταν εικονόφιλη και αποφασισμένη να κάνει το αποφασιστικό βήμα για την αναστήλωση των εικόνων, με την οποία έλπιζε να θέσει τέρμα στην πολιτική και θρησκευτική έριδα της Εικονομαχίας, που διαρκούσε ήδη πάνω από μισόν αιώνα. Η χειροτονία του τέως αυτοκρατορικού υπαλλήλου Ταρασίου, ο οποίος βρέθηκε στον πατριαρχικό θρόνο από το κοσμικό αξίωμα του πρωτασηκρήτη, ήταν μια ενέργεια που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της υποστήριξης της εκκλησιαστικής ηγεσίας στα σχέδια της αυτοκράτειρας.

Το γεγονός ότι ο Ταράσιος ήταν λαϊκός όταν αναδείχθηκε πατριάρχης, έλαβε δηλαδή τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, δεν προκάλεσε διαμαρτυρίες στο Βυζάντιο, όπου άλλωστε η εκλογή του πήρε έναν χαρακτήρα δημοψηφίσματος, παρά μόνο τη χλιαρή διαμαρτυρία του Πάπα της Ρώμης Aδριανού A’ ο οποίος ωστόσο επιθυμούσε επίσης την αναστήλωση των εικόνων. Και ωστόσο η απόφαση της Ειρήνης να αναδείξει πατριάρχη έναν λαϊκό ήταν γεγονός πρωτοφανές και θα πρέπει να έκανε εντύπωση στους συγχρόνους της, όπως φαίνεται και από το σχετικό χωρίο στη χρονογραφία του Θεοφάνη, ο οποίος παραθέτει το λόγο του Ταρασίου την ημέρα της εκλογής του: εκεί αναφέρεται ότι ο Ταράσιος αρνήθηκε αρχικά να αποδεχτεί το ύπατο πνευματικό αξίωμα.

Ο πατριάρχης Ταράσιος και η αυτοκράτειρα Ειρήνη ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου που θα επανέφερε τη λατρεία των εικόνων. Στις 31 Ιουλίου 786 οι εργασίες της συνόδου ξεκίνησαν στην Κωνσταντινούπολη, διακόπηκαν όμως απότομα όταν στρατιώτες της αυτοκρατορικής φρουράς εκδίωξαν τους συγκεντρωμένους επισκόπους, πιστοί στο εικονομαχικό πνεύμα που είχε άλλωστε μεγάλη απήχηση στον στρατό. Οι εργασίες συνεχίστηκαν την επόμενη χρονιά, το 787, στη Νίκαια, όπου σε επτά συνεδριάσεις, από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου, ακυρώθηκαν οι αποφάσεις της εικονοκλαστικής Συνόδου του 754 και αποφασίστηκε η αναστήλωση των εικόνων. Ο όρος αυτής της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου διαβάσθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 787 ενώπιον της αυτοκράτειρας Ειρήνης και του δεκαεπτάχρονου γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ’ στο ανάκτορο της Μαγναύρας, επικυρώθηκε και υπογράφηκε από τους αυτοκράτορες.

Ωστόσο ο ρόλος του στην αναστήλωση των εικόνων δεν εμπόδισε τον πατριάρχη Ταράσιο να έρθει σε ρήξη με τη μαχητική μερίδα των μοναχών του Βυζαντίου, τους λεγόμενους ζηλωτές, λόγω των αδιάλλακτων θέσεών τους και της προσήλωσής τους στην αυστηρή μοναστική τάξη. Οι ζηλωτές επέκριναν τον Ταράσιο για τη μετριοπαθή στάση του απέναντι στους εικονομάχους επισκόπους, που, μετά την επιβολή ενός ήπιου επιτιμίου –ένα έτος απαγόρευσης άσκησης των ιερατικών τους καθηκόντων– έγιναν ξανά δεκτοί στους κόλπους της εκκλησίας. Οι αυστηροί μοναστικοί κύκλοι αντιδρούσαν στην επικράτηση μιας γενικότερης μετριοπαθούς στάσης της εκκλησιαστικής ηγεσίας απέναντι στις κρατικές σκοπιμότητες και στην κοσμική εξουσία εν γένει, και η αντιπαράθεση αυτή έμελλε να διαιωνιστεί στους κόλπους της Εκκλησίας. Οι σημαντικότεροι και επιφανέστεροι αντίπαλοι του Ταρασίου στη ρήξη αυτή ήταν ο Πλάτων, ηγούμενος της μονής Σακκουδίωνος, και ο ανεψιός του Θεόδωρος, αργότερα γνωστός ως Στουδίτης, ηγούμενος (798-826) της μονής Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως.

Μια νέα σύγκρουση ξέσπασε το 795, με αφορμή το δεύτερο γάμο του νεαρού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ’. Ο Κωνσταντίνος είχε καταφέρει να απαλλαγεί από την κηδεμονία της φιλόδοξης μητέρας του και να μείνει μόνος αυτοκράτορας, στηριζόμενος στο εικονομαχικό στοιχείο των μικρασιατικών στρατευμάτων. Ήδη το γεγονός αυτό τον έφερνε σε αντίθεση με τους μοναστικούς κύκλους. Η απόφασή του όμως να παντρευτεί για δεύτερη φορά, αυτή τη φορά μια γυναίκα που επέλεξε μόνος του (καθώς η πρώτη του σύζυγος, το 788, ήταν επιλογή της μητέρας του Ειρήνης) προκάλεσε την αγανάκτηση της μαχητικής ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράταξης και την οριστική ρήξη του αυτοκράτορα μαζί της. Ο Πλάτων και ο Θεόδωρος Στουδίτης κατηγόρησαν τον πατριάρχη Ταράσιο, που κρατούσε διαλλακτική στάση, για αποδοχή «μοιχείας». Ο αυτοκράτορας τους εξόρισε στη Θεσσαλονίκη, αλλά η έριδα δεν έληξε παρά το 797, όταν η αυτοκράτειρα Ειρήνη ανέλαβε ξανά την εξουσία, αυτή τη φορά ως μονοκράτορας, αφού προηγουμένως τύφλωσε τον γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ’. Κατόπιν αυτού, ο Πλάτων και ο Θεόδωρος επέστρεψαν από την εξορία και ο πατριάρχης Ταράσιος έστειλε απολογητική επιστολή στον Πλάτωνα, καλώντας τον σε ενότητα.

Παρά τη δεδηλωμένη δυσαρέσκεια των μοναστικών κύκλων εναντίον του, ο Ταράσιος άσκησε σε γενικές γραμμές φιλομοναστική εκκλησιαστική πολιτική. Υπήρξε χορηγός και κτήτορας της μονής των Aγίων Πάντων στην ευρωπαϊκή ακτή του Bοσπόρου και κατά πάσα πιθανότητα είχε στενές σχέσεις με το μοναστικό κέντρο στον Όλυμπο της Bιθυνίας.

Επίσης ο Tαράσιος ανέπτυξε σημαντικό φιλανθρωπικό έργο, επιδιδόμενος κυρίως σε οικονομική ενίσχυση και περίθαλψη απόρων, παρέχοντάς τους μηνιαίο επίδομα, συσσίτιο και ρουχισμό. Tην Kυριακή του Πάσχα συνήθιζε ο ίδιος να δεξιώνεται τους φτωχούς και να τους διακονεί στα ερείπια παλαιού ανακτόρου, όπου ετοιμαζόταν πλούσια τράπεζα. Πέραν αυτού, ίδρυσε νοσοκομείο και πρωχοκομεία. Τέλος, πήρε δραστικά μέτρα κατά της σιμωνίας (του χρηματισμού των επισκόπων για τη χειροτονία ιερέων), θεσπίζοντας τη δωρεάν χειροτονία και προαγωγή των ιερέων.

Το 802, μετά την εκδίωξη της Ειρήνης από το θρόνο, ο πατριάρχης Ταράσιος έστεψε αυτοκράτορα τον μέχρι τότε λογοθέτη του γενικού Νικηφόρο. Το καλοκαίρι του επόμενου έτους, ο Ταράσιος μνημονεύεται ως συνεργάτης του Νικηφόρου Α’ στην πάταξη της στάσης του Βαρδάνη Τούρκου. Αργότερα, τα Χριστούγεννα του 803, έστεψε συν-αυτοκράτορα τον γιο του Νικηφόρου Σταυράκιο στην Αγιά Σοφιά. Μετά το γεγονός αυτό ο πατριάρχης Ταράσιος δεν μνημονεύεται πλέον. Πέθανε στις 25 Φεβρουαρίου του 806, καταβεβλημένος από την ασθένεια η οποία στο τέλος της ζωής του τού αφαίρεσε την ικανότητα του λόγου. Η σορός του μεταφέρθηκε την τέταρτη ημέρα της πρώτης εβδομάδος των Νηστειών στη μονή των Αγίων Πάντων που ο ίδιος είχε ανεγείρει.

Μετά το θάνατό του ο Ταράσιος ανακηρύχθηκε άγιος. Η ορθόδοξη εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 25 Φεβρουαρίου, την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.

Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α’ ο Ραγκαβές, τον Μάρτιο του έτους 813, ενέδυσε τον τάφο του αγίου με άργυρο, επιδεικνύοντας έτσι και αυτός και η βασίλισσα Προκοπία τον σεβασμό τους προς την μνήμη του αγίου. Η Σύναξη του Αγίου Ταρασίου ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.

Στα μέσα του 9ου αιώνα ο μοναχός Ιγνάτιος συνέγραψε έναν αγιογραφικό Βίο του πατριάρχη με πλήρη τίτλο Ιγνατίου μοναχού μερική εξήγησις εις τον βίον του εν αγίοις πατρός ημών Tαρασίου αρχιεπισκόπου γεγονότος της θεοφυλάκτου Κωνσταντινουπόλεως, στον οποίο ο Ταράσιος παρουσιάζεται ως μορφή υψηλού ασκητικού φρονήματος, εγκράτειας και ζήλου, παρά τις κοσμικές του καταβολές.

Παρά τη μόρφωσή του, ο πατριάρχης Ταράσιος δεν μας άφησε σημαντικά έργα σε κάποιον τομέα. Θεωρείται βέβαιο ότι η ανασκευή και η αναίρεση των αποφάσεων της εικονοκλαστικής συνόδου του 754 κατά τη διάρκεια της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας ήταν κατά μεγάλο μέρος δικό του έργο, ενώ οι παρεμβάσεις του κατά τη διάρκεια της συνόδου αποδεικνύουν ότι ήταν δόκιμος κανονολόγος. Έχουν επίσης σωθεί ορισμένες επιστολές του, μια ομιλία του για τη γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου και ο λόγος του για την πατριαρχική του εκλογή. Ωστόσο δεν υπάρχει κάποιο corpus έργων του που να μας αποκαλύπτει τη συγγραφική του προσωπικότητα.

Στον Ταράσιο αποδόθηκαν επίσης και κάποια ονειροκριτικά κείμενα σε έμμετρο λόγο, που έχουν διασωθεί σε χειρόγραφο που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου Κρήτης (Κώδ. 22) και παρέμεναν άγνωστα μέχρι σχετικά πρόσφατα. Μια έκδοσή τους με σχολιασμό έγινε το 1996 από τον Θ. Δετοράκη.

O Tαράσιος αναδείχτηκε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εκκλησιαστικής ιεραρχίας κατά την πρώτη φάση της Εικονομαχίας, στην οποία έθεσε ένα τέρμα. Διετέλεσε πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως από το 784 έως το 806, επιδεικνύοντας σπάνιες ικανότητες, ιδιαίτερα στις διπλωματικές επαφές με τους επισκόπους της Nότιας Iταλίας και Σικελίας, οι οποίοι υπάγονταν στη διοικητική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Kωνσταντινουπόλεως και ασκούσαν μεγάλη επιρροή στο εκκλησιαστικό φρόνημα της Δύσεως. Με την άνοδό του στον πατριαρχικό θρόνο και με την πολιτική που ακολούθησε, καθώς και με τη ρήξη στην οποία ήρθε με τους μοναστικούς κύκλους, ο Ταράσιος εγκαινίασε μια νέα περίοδο στις σχέσεις της εκκλησιαστικής εξουσίας με την κοσμική, καθώς και μια ενδοεκκλησιαστική διαίρεση που θα εξακολουθούσε να υφίσταται και στους επόμενους αιώνες.

Απολυτίκιον 

Ἦχος δ’.

Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Πηγή
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ