2012-11-09 14:31:03
Φωτογραφία για «Η σιωπή του Παλιάτσου»
Κείμενο: Χάρης Βεραμον

Κάθε φορά γινόταν ο διασκεδαστής σε παιδικά πάρτυ, κάθε φορά γινόταν το χαμόγελο στα χείλη των παιδιών, κάθε φορά γινόταν η χαρά, η άνοιξη, γινόταν το παιδάκι. Κάθε φορά… Όμως τώρα δεν υπάρχει άλλη φορά. Ο παλιάτσος δεν έχει όρεξη να παίξει. Τα παιδάκια περίμεναν να βγει έξω στην πλατεία για να παίξει μαζί τους. Μάταια όμως, ο Παλιάτσος δεν ήταν πια χαρούμενος Κρατώντας μιά βελόνα τρυπούσε τα χρωματιστά μπαλόνια που είχε γύρω του. Πράσινα, μπλε, κόκκινα, είχε κι άλλα χρώματα αλλά εκείνος τρύπαγε κυρίως πράσινα και μπλε. Με μίσος, με μιά εμφανή νευρικότητα αλλά και αμηχανία. Το πάτωμα του δωματίου του είχε γεμίζει απο σκασμένα μπαλόνια, τσακισμένες σερπαντίνες, κομφετί χαρτοπόλεμο, σπασμένα πινέλα και ξυλομπογιές. Σαν να είχε γίνει ένας πόλεμος. Πίσω απο τον θλιμμένο Παλιάτσο ήταν μιά τηλεόραση ανοιχτή, έδειχνε το κανάλι της βουλής. Βουλευτικές διαμάχες, οχλαγωγία και λεκτικές επιθέσεις ήταν οι συχνότερες εικόνες της τηλεόρασης. Ο Παλιάτσος δεν γύρισε ποτέ να κοιτάξει την οθόνη, παρά μόνο άκουγε και είχε στραμμένο το πρόσωπό του σ’ ένα καθρεύτη. Κοιτούσε συνέχεια το πρόσωπο του, σιωπηλός, σαν κάτι να έλεγε απο μέσα του. Μιά σιωπή τρομακτική…!


Η ώρα περνούσε σιγά σιγά. Η τηλεόραση συνεχώς αναμμένη, έβγαζε ήχους σαν ραδιόφωνο που έκανε παράσιτα. Τα λεπτά κυλούσαν και η ψηφοφορία για το μεσοπρόθεσμο άρχιζε. Τα «ναι» ακουγόντουσαν πιο συχνά στην οθόνη, πιο δυνατά απο τα παράσιτα της κεραίας. Ο Παλιάτσος κράταγε σφυχτά στα χέρια του μιά καρφίτσα. Όσα περισσότερα «ναι» άκουγε, τόσο πιο πολύ δυνατά την κράταγε στα χέρια του. 153 Βουλευτές είπαν «ΝΑΙ» στα νέα μέτρα, είπαν ναι στην εξαθλίωση. Όταν ανακοινώθηκαν τα τελικά αποτελέσματα της ψηφοφορίας η καρφίτσα καρφώθηκε στο χέρι του Παλιάτσου. Το χέρι μάτωσε και μικρές στάλες αίματος έπεσαν στο πάτωμα. Τότε με μιά ξαφνική κίνηση σηκώθηκε πάνω και πήγε γρήγορα στη τηλεόραση. Την έπιασε δυνατά στα χέρια του και ύστερα πήγε προς το παράθυρο. Δίχως να κοιτάξει το δρόμο, ανοίγει το τζάμι και την πετάει απο τον 5 όροφο. Χιλιάδες τζαμάκια χύθηκαν στο πάτωμα! Αμέτρητα τζαμάκια και πλαστικά κομματάκια σχημάτιζαν στο δρόμο τη μορφή του χάους. Τη μορφή της οργής ζωγραφισμένη στα χείλη ενός Παλιάτσου.

Το πρόσωπο του σιγά σιγά ξέβαφε, τα μάτια του άλλαζαν όψη, τα χέρια του ματωμένα και γδαρμένα. Κάθησε πάλι στη καρέκλα και άρχιζε να κοιτάζει ξανά τον καθρεύτη. Άγγιξε για λίγο το τζαμάκι, βάφοντας το ελαφρά με αίμα απ’ τις πληγές στα χέρια του. Ύστερα άγγιξε το πρόσωπό του ξεβάφοντας περισσότερο τον εαυτό του. Με νευρικές κινήσεις έβαλε τα χέρια του στις μεγάλες χρωματιστές τσέπες του παντελονιού του, τις έβγαλε προς τα έξω. Δεν είχαν τίποτα μέσα. Άρχισε να τις τραβά δυνατά, τις τέντωσε όσο πιο πολύ μπορούσε μέχρι που τις έκοψε. Τις πέταξε στο πάτωμα κι αυτές αργά σαν φτερά πουλιού έπεσαν κάτω.

Το ρολόϊ χτύπησε πέντε ακριβώς. Απ’ το παράθυρο ένας άνεμος έκανε την εμφάνισή του. Η κουρτίνα κυμάτιζε στο ρυθμό του αέρα. Ο Παλιάτσος πήρε ένα χρωματιστό μολύβι κι άρχισε να γράφει με μανία σ΄ένα κομμένο χαρτί. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε προς το ανοιχτό παράθυρο. Κοίταξε ξανά την σπασμένη τηλεόραση. Το βλέμμα του θόλωσε, σαν να τον είχε μαγέψει αυτή η εικόνα, σαν να τον είχε υπνωτίσει! Έβαλε το πόδι του επάνω στο περβάζι και προσπάθησε να πέσει στο κενό. Όμως εκείνη τη στιγμή πέρναγαν απο το δρόμο κάτι παιδάκια, κρατώντας χρωματιστά μπαλόνια στα χέρια, μάλλον γύριζαν απο κάποιο πάρτυ. Κρατιόντουσαν χέρι χέρι και γελούσαν ασταμάτητα. Ένα απο τα παιδιά άφησε απο το χέρι του ένα μπαλόνι κι αυτό σιγά σιγά ανέβαινε προς τον ουρανό. Το μπαλόνι πέρασε ξυστά απο το παράθυρο του Παλιάτσου κι αυτός το έπιασε γρήγορα με το χέρι του. Το μπαλόνι έγραφε με πορτοκαλί γράμματα: «Μόνο σ’ αυτούς που δεν φοβούνται να πεθάνουν, τους αξίζει να ζουν». Ένα δάκρυ έσταξε στο πάτωμα…

Ο ήλιος άρχιζε να βγαίνει, ο Παλιάτσος άρχιζε να νυστάζει. Έβαλε το μπαλόνι επάνω στο παλιό ξύλινο κομοδίνο του και ύστερα έπεσε για ύπνο στο πάτωμα. Σε λίγο μιά καινούργια μέρα ξεκινά. Τα όνειρα θα βυθίσουν και πάλι τις σκέψεις και τον πόνο σε αδράνεια. Κάθε μέρα είναι μια διαφορετική μέρα, κατά πως νιώθουμε και αισθανόμαστε. «Αύριο είναι μια άλλη μέρα» θα σκέφτηκε πριν κλείσει τα μάτια του απο την κούραση.

* Την ιστορία την αφιερώνω σε όσους ανθρώπους αυτοκτόνησαν, γιατί δεν άντεξαν την οικονομική κρίση *

harisveramon.wordpress.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ