2013-08-03 10:00:21
Φωτογραφία για Επτά μύθοι για την κρίση του χρέους
Του Στέργιου Σκαπέρδα, Καθηγητή Οικονομικών, University of California, Irvine

Αρχική έκδοση στην Αγγλική, 28 Οκτωβρίου, 2011

Στις απόψεις που παρουσιάζονται στον ευρείας κυκλοφορίας ελληνικό Τύπο υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός λαθεμένων αντιλήψεων και μύθων σχετικά με τα αίτια και τις συνέπειες της κρίσης, καθώς και με τις πολιτικές τις διαθέσιμες για την καταπολέμησή της. Μερικές από τις αντιλήψεις αυτές αναπαράγονται συνειδητά από την κυβέρνηση και τον Τύπο παρ’ ότι ξέρουν πως δεν είναι σωστές. 

Ενώ κάποιες άλλες είναι κατά τα φαινόμενα απόψεις που συμμερίζονται τόσο κυβερνητικοί αξιωματούχοι όσο και η πλειοψηφία του Τύπου.

Πολλοί Έλληνες που δεν είναι οικονομολόγοι ή ειδικοί καταλαβαίνουν, συνειδητά ή ενστικτωδώς, ότι υπάρχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα με την κυρίαρχη άποψη, αλλά δεν έχουν τις γνώσεις να επιχειρηματολογήσουν τεκμηριωμένα ενάντια σ’ αυτές τις αντιλήψεις. Επιπλέον, πολλοί που έχουν τις γνώσεις και θα μπορούσαν να το κάνουν είτε αυτολογοκρίνονται είτε δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στον ευρείας κυκλοφορίας Τύπο.


Ένα μέρος αυτών των αντιλήψεων επικρατεί επίσης στον διεθνή Τύπο και αναπαράγεται από Ευρωπαίους πολιτικούς, τραπεζίτες και δημοσιογράφους. Νομίζω πως, κατά περίεργο τρόπο, υπάρχει λιγότερη συζήτηση και αμφισβήτηση αυτών των λαθεμένων αντιλήψεων μέσα στις χώρες της Ευρωζώνης παρά έξω από αυτές. Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή αυτοί που παρατηρούν τα πράγματα απ’ έξω διστάζουν λιγότερο να προβούν σε ανεξάρτητη αξιολόγηση των προβλημάτων της Ευρωζώνης και της Ελλάδας.

Θα αναλύσω τους εξής επτά μύθους;

● Μύθος 1ος: Στάση πληρωμών ή «χρεοκοπία» θα ήταν καταστροφικές για την Ελλάδα.

● Μύθος 2ος: Ο στόχος της τρόικας είναι να «σώσει» την Ελλάδα.

● Mύθος 3ος: Η κύρια αιτία της κρίσης είναι η διαφθορά των Ελλήνων και του ελληνικού κράτους.

● Μύθος 4ος: Αν η ελληνική κυβέρνηση ήταν ικανή, οι στόχοι του Μνημονίου δεν θα αποτύγχαναν.

● Μύθος 5ος: Ακολουθώντας τις συνταγές της τρόικας η Ελλάδα θα επιστρέψει στον δρόμο της ευημερίας.

● Μύθος 6ος: Η έξοδος από την Ευρωζώνη θα ήταν το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα.

● Μύθος 7ος: Στις διαπραγματεύσεις της με την τρόικα η ελληνική κυβέρνηση έχει πολύ μικρή διαπραγματευτική ισχύ.

Θα επιχειρηματολογήσω διαδοχικά εναντίον κάθε μύθου και στο τέλος θα εκθέσω κάποια  συμπερασματικά σχόλια.

Μύθος 1ος: Στάση πληρωμών ή «χρεοκοπία» θα ήταν καταστροφικές για την Ελλάδα.

Απ’ την αρχή της κρίσης αυτός ο μύθος είναι πιθανότατα ο πιο συχνά και συστηματικά επαναλαμβανόμενος από τον κ. Παπανδρέου και άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Τον Φεβρουάριο του 2010, όταν πρωτοεμφανίστηκαν τέτοιες διατυπώσεις, θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε ότι κυβερνητικοί παράγοντες θα συνέχιζαν να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο χωρίς αντίλογο για τόσον καιρό.

Ας σημειωθεί εξ αρχής πως η συμφωνία της 21ης Ιουλίου περιλαμβάνει μια διάταξη την οποία ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών έχει ήδη αποκαλέσει «επιλεκτική χρεοκοπία» και με την οποία οι κάτοχοι κρατικών ομολόγων υποτίθεται θα δέχονταν ένα «κούρεμα» 21% μέσω της επιμήκυνσης των ομολόγων τους και χαμηλότερο επιτόκιο. Εξ ου και η κινδυνολογία περί στάσης πληρωμών και «χρεοκοπίας» δεν έχει νόημα αφού ο Υπουργός Οικονομικών έχει ήδη παραδεχθεί πως η κυβέρνησή του συμφώνησε να προχωρήσει σε κάτι τέτοιο. Η συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου επιβάλλει ένα μεγαλύτερο κούρεμα 50%, αν και αυτά τα νούμερα δεν αποτελούν σοβαρή ένδειξη της πραγματικής μείωσης του χρέους 2.

Η σύγχυση αυτή μπορεί να οφείλεται και στη χρήση του όρου «χρεοκοπία», η οποία έχει άσχημες συμπαραδηλώσεις στα ελληνικά, ιδιαίτερα όσον αφορά την ατομική χρεοκοπία. Φέρνει στον νου εικόνες απόλυτης φτώχειας, ίσως ακόμη και μισθωτής δουλείας (indentured servitude). Για τον σύγχρονο καπιταλισμό, όμως, η χρεοκοπία και η στάση πληρωμών μαζί με την περιορισμένη ευθύνη είναι σημαντικά χαρακτηριστικά3. Με την περιορισμένη ευθύνη για τον δανειολήπτη, είναι ευθύνη και του δανειστή – όχι μόνο του δανειολήπτη – να αποπληρωθούν τα δάνεια. Αυτό, κατ’ αρχήν, εξασφαλίζει πως δεν θα συναφθούν υπερβολικά πολλά «κακά» δάνεια και η οικονομική κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ δείχνει τι συμβαίνει όταν οι δανειστές δεν δείχνουν τη δέουσα υπευθυνότητα. Έτσι, στάση πληρωμών και χρεοκοπία είναι για άτομα και επιχειρήσεις κρίσιμα χαρακτηριστικά της λειτουργίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Αν ο δανειστής δεν είναι προσεκτικός στην επιλογή των δανειοληπτών του, είναι οικονομικά ορθό αλλά και δίκαιο να ζημιωθεί.

Αλλά υπάρχουν τρεις τουλάχιστον διαφορές ανάμεσα σε στάση πληρωμών και χρεοκοπία, από τη μια, ατόμων ή εταιρειών και, από την άλλη, κυρίαρχων κρατών. Πρώτον, τα κράτη δεν χρεοκοπούν κυριολεκτικά, με την έννοια ότι δεν υπάρχει ανώτερη υπερεθνική τελική αρχή και δικαστήριο που θα αποφασίσει και θα επιβάλλει το πώς τα περιουσιακά στοιχεία της χώρας θα κατανεμηθούν ανάμεσα στους διάφορους πιστωτές και τι θα παραμείνει στην κυριότητα της χώρας. Αντί γι’ αυτό, ομόλογα και δάνεια εκδίδονται σύμφωνα με τη νομοθεσία συγκεκριμένων χωρών αλλά με την τελική εφαρμογή να είναι δύσκολη επειδή τα κράτη είναι κυρίαρχες οντότητες. Όπως είναι αναμενόμενο όμως όταν εμπλέκονται μεγάλα συμφέροντα, πόζα, διαπραγματεύσεις, ακόμη και διπλωματία κανονιοφόρων μπορούν να παίξουν τον ρόλο τους σχετικά με τι γίνεται σε περίπτωση στάσης πληρωμών. Νομικά, το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού χρέους που συνάφθηκε πριν το 2010 διέπεται από τους ελληνικούς νόμους. Στην περίπτωση στάσης πληρωμών αυτού του χρέους, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν την τελική δικαιοδοσία. Το χρέος προς την τρόικα ΕΕ/ΕΚΤ/ΔΝΤ έχει συναφθεί σύμφωνα με τους αγγλικούς νόμους και στάση πληρωμής αυτού του χρέους θα ήταν σημαντικά δυσκολότερη εκείνου που συνάφθηκε με βάση τους ελληνικούς νόμους. Αν επικυρωθεί η συμφωνία της 21ης Ιουλίου ή της 26ης Οκτωβρίου, οι κάτοχοι ομολόγων θα πάρουν ομόλογα που θα διέπονται από τους αγγλικούς και όχι τους ελληνικούς νόμους, κάτι που θα καταστήσει περαιτέρω «κουρέματα» δυσκολότερα.

Η δεύτερη σημαντική διαφορά του κρατικού χρέους από άλλα χρέη είναι πως συνάπτεται και ελέγχεται από κυβερνητικούς αξιωματούχους εκ μέρους της χώρας και του λαού της. Μπορεί, όμως, να υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα συμφέροντα των κυβερνητικών αξιωματούχων και στα συμφέροντα της χώρας και του λαού της. Μια ακραία περίπτωση τέτοιας διαφοράς συμφερόντων ήταν αυτή του πρώην προέδρου του Ζαΐρ, Μομπούτου, όπου τα διεθνή δάνεια εκτρέπονταν κυρίως προς ιδιωτικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, με τη χώρα να μη βλέπει οφέλη και να επιβαρύνεται με την αποπληρωμή των δανείων. Αλλά ακόμη και κατ’ όνομα τουλάχιστον εκλεγμένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι μπορούν να αναμειχθούν σε δάνεια που είναι παράνομα ή ειδεχθή και έτσι να υπάρχει νομική ή ηθική βάση για ακύρωση τέτοιων δανείων. Δεδομένων των πολυάριθμων σκανδάλων που συντάραξαν και τα δύο κόμματα που εναλλάσσονται στην κυβέρνηση, πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά όλα τα χρέη της Ελλάδας που είχαν συναφθεί τα προηγούμενα χρόνια για το αν είναι ίσως παράνομα και ειδεχθή. Για παράδειγμα, οι συμβάσεις με τις τράπεζες επενδύσεων που εγγυήθηκαν τις εκδόσεις ομολόγων και τα αρχεία όπου καταγράφτηκε η εφαρμογή τους πρέπει να ανοιχτούν ως ζήτημα στοιχειώδους διαφάνειας και δημοκρατικής ευθύνης.

Η τρίτη διαφορά είναι ότι ένα κρατικό χρέος σπάνια, αν ποτέ, χρειάζεται ρητές εγγυήσεις. (Βέβαια, μια πρόσφατη εξαίρεση είναι η απαίτηση της Φινλανδίας για εγγυήσεις από την Ελλάδα προκειμένου να συμμετάσχει στον μηχανισμό σταθερότητας EFSF.) Παρά τη συνηθισμένη απουσία εγγυήσεων, πάντως, ιστορικά έχει αποδειχτεί δύσκολη η πλήρης απαλλαγή από ένα εξωτερικό δημόσιο χρέος.

Δεδομένων λοιπόν ότι μια στάση πληρωμών είναι υπόθεση ρουτίνας σε περιπτώσεις ατομικού ή εταιρικού χρέους και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους διέπεται από τους ελληνικούς νόμους, συνολικά δεν θα έπρεπε μια στάση πληρωμών να είναι τόσο δύσκολη. Γιατί τότε να μην την πραγματοποιήσει ένα κράτος αμέσως;

Ένας λόγος ίσως είναι πως η χώρα δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου ξανά. Η Ελλάδα όμως έτσι κι αλλιώς δεν έχει τώρα πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και θα συνεχίσει να μην έχει αν ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, ακριβώς λόγω του υψηλού επιπέδου του χρέους της και την υπονοούμενη υψηλή πιθανότητα στάσης πληρωμών. Αντίθετα, ένα γενναιόδωρο κούρεμα θα έκανε το εναπομείναν χρέος βιώσιμο και τότε οι διεθνείς πιστωτές θα ήταν πιο πιθανό να δανείσουν στη χώρα, όπως ακριβώς έχουν κάνει με άλλες χώρες που κήρυξαν στάση πληρωμών όπως η Ρωσία και η Ισλανδία. Το πόσο γρήγορα θα μπορούσε η Ελλάδα να επιστρέψει στις διεθνείς αγορές ομολόγων θα εξαρτιόταν από το μέγεθος του κουρέματος (όσο μεγαλύτερο το κούρεμα, τόσο πιο βιώσιμο γίνεται το χρέος) αλλά και από το πόσο θα διαρκούσαν τυχόν νομικές περιπλοκές. 

Νομικά ζητήματα που εκκρεμούν για μακρό χρονικό διάστημα κάνουν την επιστροφή πιο δύσκολη.

Επιπλέον, υπάρχουν τρόποι διεθνούς δανεισμού εκτός των αγορών ομολόγων, από άλλα κράτη ή από μεμονωμένους οικονομικούς οργανισμούς. Η Κύπρος, για παράδειγμα, πρόσφατα κανόνισε να πάρει ένα ευμέγεθες διεθνές δάνειο από τη Ρωσία. Και τέλος, ας μην ξεχνάμε πως πριν εισέλθει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη, δανειζόταν πολύ λίγο από το εξωτερικό παρ’ όλο που η σχέση χρέους προς ΑΕΠ ήταν υψηλή, και αυτή η σχέση διατηρούταν ακριβώς επειδή έμενε στο εσωτερικό και στο δικό της νόμισμα.

Αν η Ελλάδα είχε κηρύξει στάση πληρωμών στις αρχές του 2010, το ελληνικό χρέος θα μπορούσε να είχε γίνει βιώσιμο μακροπρόθεσμα με μια λογιστική μείωση (write‐down) που θα είχε επιβληθεί στους κατόχους ομολόγων σημαντικά κάτω από 50% του συνολικού χρέους. Η χώρα θα είχε χρειαστεί να καταφύγει σε εσωτερικό δανεισμό, ίσως να εκδώσει5 έντυπες αναγνωρίσεις χρέους (IOUs) και να επιβάλει μερικές μετριοπαθείς περικοπές. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πολιτικής θα ήταν μια ήπια ύφεση.

Αντίθετα η τρόικα παρείχε δάνεια στην Ελλάδα για να καλύψει το έλλειμμα του προϋπολογισμού χωρίς στάση πληρωμών, με αντάλλαγμα όλο και μεγαλύτερες δρακόντειες περικοπές στον προϋπολογισμό, αυξήσεις φόρων και θεσμικές αλλαγές αμφίβολης αξίας. Οι κάτοχοι ομολόγων συνέχισαν – και συνεχίζουν ως σήμερα – να πληρώνονται κανονικότατα τους τόκους και το ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο.

Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν μια ραγδαία επιδείνωση της οικονομίας. Από τη στιγμή που το χρέος συνεχίζει να αυξάνεται και η χώρα συνεχίζει να γίνεται φτωχότερη με γρήγορο ρυθμό, το χρέος γίνεται όλο και λιγότερο βιώσιμο. Η σχέση χρέους‐ΑΕΠ πήγε από το 115% στο 160% σε λιγότερο από δύο χρόνια. Όπως έγραφαν οι Financial Times στις 22 Οκτωβρίου 2011, υπάρχει μια εξαιρετικά ζοφερή εμπιστευτική ανάλυση της τρόικας για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, με το βασικό σενάριο να προβλέπει σχέσεις πάνω από 130% το 2030. Αλλά, όπως και με άλλα προηγούμενα βασικά σενάρια, οι υποθέσεις περιλαμβάνουν αισιόδοξα επίπεδα εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις. Με χαμηλότερα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, οι σχέσεις χρέους‐ΑΕΠ εξακολουθούν να προβλέπονται πάνω από 150% το 2030.

Παρά τις εξαιρετικά ζοφερές προβλέψεις για το χρέος και τα οικονομικά μεγέθη, έλληνες κυβερνητικοί αξιωματούχοι συνεχώς επιχειρηματολογούν ενάντια στη «χρεοκοπία» και τη στάση πληρωμών και συγκατατέθηκαν σε μια «επιλεκτική» μόνο αφού αυτή προσφέρθηκε από τους ευρωπαίους συναδέλφους τους. Επιπλέον, είχαν πρόσφατα διαφωνήσει για μεγαλύτερα κουρέματα που προτάθηκαν από ευρωπαίους αξιωματούχους και υιοθετήθηκαν από τη Σύνοδο Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου.

Η ατολμία στην υπεράσπιση των ελληνικών συμφερόντων απέναντι στην τρόικα και τους βορειοευρωπαίους πολιτικούς είναι κοινός παρονομαστής στις αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης στην κρίση. Μια «χρεοκοπία» δεν θα ήταν καταστροφική τη στιγμή που το υπάρχον χρέος είναι μη βιώσιμο. Και αυτό λέγεται από όλους τους αμερόληπτους σχολιαστές. Ακόμη και από πολλά άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένου του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών. Το ερώτημα δεν είναι πλέον αν η Ελλάδα θα κηρύξει στάση πληρωμών, αλλά μάλλον σε ποιο μέγεθος του χρέους θα γίνει αυτή και αν θα είναι «εθελοντική», με τη συναίνεση της μεγάλης πλειοψηφίας των κατόχων ομολόγων, ή θα είναι μονομερής και θα αφορά μια μειοψηφία.

Μύθος 2ος: Ο στόχος της τρόικας είναι να σώσει την Ελλάδα.

Αυτός ο μύθος προέρχεται από το εξωτερικό και έχει εσωτερικοποιηθεί πλήρως από την ελληνική κυβέρνηση και, μέχρι πρόσφατα, από σχεδόν όλα τα μεγάλα ελληνικά ΜΜΕ. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, όλοι οι Έλληνες είναι ακόλαστοι «αμαρτωλοί» και η τρόικα ο ευεργέτης δικτάτορας που όχι μόνο τους σώζει υλικά αλλά επίσης τους αναγκάζει να μετασχηματίσουν τους θεσμούς τους με τρόπο που θα τους φέρει μακροχρόνια ευημερία.

Ας ξαναδούμε πρώτα‐πρώτα ποιος έχει κερδίσει και ποιος έχει χάσει από τη «διάσωση» μέχρι τώρα. Εδώ, τα δύο κύρια άμεσα εμπλεκόμενα μέρη είναι από τη μια μεριά η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων και από την άλλη οι δανειστές της χώρας. Ξεκάθαρα, μέχρι τώρα η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων έχει πληρώσει και με το παραπάνω ενώ οι προϋπάρχοντες κάτοχοι ελληνικών ομολόγων συνεχίζουν να παίρνουν πίσω στο ακέραιο τους τόκους τους και το όποιο κεφάλαιο καθίσταται ληξιπρόθεσμο, παρ’ όλο που στην αγορά η αξία των μη ληξιπρόθεσμων ομολόγων έχει καταποντιστεί4.

Εναλλακτικές λύσεις στη «διάσωση» της τρόικας

Οι υπερασπιστές των επιλογών της κυβέρνησης λένε ομόφωνα πως η μόνη εναλλακτική λύση θα ήταν η «χρεοκοπία», η οποία βέβαια, σύμφωνα με τον (1ο) μύθο που αναπαράγουν, θα ήταν καταστροφική. Ας σκεφτούμε λοιπόν την εναλλακτική λύση της «χρεοκοπίας» στις αρχές του 2010. Η σχέση χρέους‐ΑΕΠ ήταν κοντά στο 115% τότε. Αν η χώρα είχε εφαρμόσει το κούρεμα που συμφωνήθηκε στις 21 Ιουλίου (21%, αλλά πραγματικό), η σχέση χρέους‐ΑΕΠ θα είχε κατέβει λίγο πάνω από το 90%, ποσοστό που θα έκανε το χρέος οριακά βιώσιμο. Πιθανόν να είχε απαιτηθεί ένα μεγαλύτερο κούρεμα για να γίνει το χρέος μακροπρόθεσμα βιώσιμο, αλλά σίγουρα αυτό θα ήταν κάτω από τα επίπεδα που σχεδιάζουν τώρα οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι.

Οι υπερασπιστές των επιλογών της κυβέρνησης θα απαντούσαν τότε πως, μετά από μια στάση πληρωμών στις αρχές του 2010, η Ελλάδα 1) θα είχε αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές ομολόγων και 2) επειδή δεν είχε πρωταρχικό πλεόνασμα στον προϋπολογισμό (πλεόνασμα χωρίς τους τόκους των δανείων), η κυβέρνηση δεν θα είχε μπορέσει να πληρώσει μισθούς, συντάξεις και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις της.

Ενώ είναι σωστό ότι βραχυπρόθεσμα οι διεθνείς αγορές ομολόγων δεν θα είχαν δανείσει αμέσως στην Ελλάδα, όσο μεγαλύτερο το κούρεμα τόσο ευκολότερα και γρηγορότερα θα είχε επιστρέψει η Ελλάδα στις αγορές. Αλλά αυτό δεν θα είχε χρειαστεί και, έτσι κι αλλιώς, πιθανότατα δεν είναι συνετό για την Ελλάδα να επιστρέψει σ’ αυτές τόσο σύντομα. Ακόμη και αν ο εξωτερικός δανεισμός από άλλες πηγές πλην των αγορών ομολόγων δεν ήταν διαθέσιμος, οι απλοί Έλληνες πολίτες θα αγόραζαν μετά χαράς ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου στο 4,5% αντί για το 2% ή και λιγότερο που κερδίζουν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους5.

Επίσης, θα μπορούσαν να έχουν γίνει γενικευμένες περικοπές, αλλά αντί γι’ αυτές θα ήταν πιθανότατα πιο αποτελεσματικές πληρωμές εν μέρει με έντυπες αναγνωρίσεις χρέους (IOUs) που θα ήταν διαπραγματεύσιμες, με κάποια έκπτωση, και να παίξουν τον ρόλο υποκατάστατου χρήματος. Μια τέτοια κίνηση θα είχε βελτιώσει και τη ρευστότητα στον ιδιωτικό τομέα και θα είχε αποτρέψει τη συνεχιζόμενη ύφεση που έχουν επιφέρει οι πολιτικές της τρόικας. Να ξαναπούμε ότι ένας όρος για να είχαν συμβεί όλα αυτά θα ήταν ένα αρκετά βαθύ κούρεμα, μια επίφοβη «χρεοκοπία», που θα είχε μειώσει το δημόσιο χρέος σε βιώσιμα επίπεδα στα μάτια όλων, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων.

Αντί γι’ αυτό είχαμε όλο και μεγαλύτερες βάναυσες περικοπές στον προϋπολογισμό των οποίων τα αποτελέσματα μεταφέρθηκαν γρήγορα από τον δημόσιο τομέα και τις τράπεζες προς την πραγματική (ιδιωτική) οικονομία όπου οι πιστώσεις έχουν περισταλεί δραστικά, δεδομένης μάλιστα της ιδιόμορφης χρηματοδότησης μέσω μεταχρονολογημένων επιταγών και άλλων θεσμικών προσαρμογών στις οποίες καταφεύγει ο ζωτικός τομέας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Καθώς η προβλέψιμη ύφεση βαθαίνει, οι απαιτήσεις όλο και μεγαλύτερων περικοπών, μη ρεαλιστικοί σχεδιασμοί ιδιωτικοποιήσεων, τυποποιημένες θεσμικές αλλαγές που δεν σέβονται το Ελληνικό Σύνταγμα ή τους ελληνικούς νόμους και δεν έχουν καμιά ελπίδα να λειτουργήσουν παρουσιάζονται ακόμη και σήμερα ως η «διάσωση» της Ελλάδας.

Η πραγματική διάσωση ήταν αυτή των κατόχων ομολόγων. Μαζί με τις ελληνικές τράπεζες και άλλους εγχώριους κατόχους, συμπεριλαμβάνουν γαλλικές, βρετανικές, γερμανικές και άλλες τράπεζες που κατείχαν ελληνικά ομόλογα που τώρα έχουν εν μέρει μεταφερθεί στην ΕΚΤ.

Η ευημερία των απλών Ελλήνων πολιτών δεν φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο στους υπολογισμούς της τρόικας, ούτε καν μέσα από τις επιπτώσεις της αρνητικής ανταπόκρισης στην πραγματοποίηση των υποτιθέμενων στόχων της τρόικας και την απειλή που θέτει για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα μια στάση πληρωμών της Ελλάδας. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, υπήρξε μια σοβαρή διαφωνία εντός της τρόικας ανάμεσα στους αντιπροσώπους του ΔΝΤ και αυτούς της ΕΕ/ΕΚΤ. Οι πρώτοι – προφανώς έχοντας πάρει κάποιο μάθημα από τις θλιβερές εμπειρίες τους σε άλλες χώρες που μπήκαν στο πρόγραμμα του ΔΝΤ – είχαν μεγαλύτερη επίγνωση των μακροοικονομικών συνεπειών των δραστικών περικοπών και των φορολογικών αυξήσεων και προσπάθησαν να περιορίσουν τις απαιτήσεις των δεύτερων. Το τελικό αποτέλεσμα, όμως, ήταν πως οι απόψεις της ΕΕ/ΕΚΤ στην ουσία επικράτησαν. Οι ακολουθούμενες πολιτικές εναρμονίστηκαν με τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα τραπεζών του κέντρου της Ευρωζώνης και ίσως με κάποια άλλα ιδιωτικά συμφέροντα. δεν φάνηκε να παίρνουν επαρκώς υπ’ όψιν τους το ενδεχόμενο «μολυσματικής» εξάπλωσης και τους άλλους κινδύνους στους οποίους θέτουν την Ευρωζώνη και τον υπόλοιπο κόσμο. Και σίγουρα δεν υπολόγισαν τους απλούς Έλληνες πολίτες παρά μόνο ίσως ως «αμαρτωλούς» που αξίζουν την τιμωρία.

Ο μύθος της «διάσωσης» της Ελλάδας, πάντως, ακόμη κρατάει. Επιπλέον, έχει ισχυρές πραγματικές αρνητικές επιπτώσεις στις πολιτικές και στα οικονομικά της κρίσης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.

Πρώτον, η διατύπωση της «διάσωσης» έχει επιτρέψει στη γερμανική και στις άλλες ευρωπαϊκές ελίτ να στρέψουν την προσοχή μακριά από τη «σωτηρία» του τραπεζικού τομέα και των κατόχων ομολόγων, παρ’ όλο που σίγουρα δεν τους έχουν ικανοποιήσει απόλυτα.

Δεύτερον, ο τρόπος παρουσίασης έχει πυροδοτήσει λαϊκιστική οργή στη Βόρεια Ευρώπη ενάντια στους «τεμπέληδες» Έλληνες, ακριβώς εκείνους που ωφελήθηκαν λιγότερο από το ελληνικό δημόσιο χρέος και τους μοναδικούς που καλούνται να πληρώνουν το κόστος της κρίσης ως τώρα. Έχει επίσης αποσπάσει την προσοχή από τα αίτια της μισθολογικής αποτελμάτωσης στη Γερμανία, η οποία, παρεμπιπτόντως, συνετέλεσε σημαντικά στην αύξηση των πλεονασμάτων των τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας και συνεισέφερε στις ανισορροπίες μέσα στην Ευρωζώνη.

Τέλος, με την εσωτερικοποίηση και την αναπαραγωγή του μύθου της «διάσωσης», η ελληνική κυβέρνηση βοήθησε να αποτραπεί οποιοσδήποτε πραγματικός διάλογος για εναλλακτικές λύσεις μέσα στο ίδιο της το κόμμα αλλά και στο συνολικό φάσμα των κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο, καθώς επίσης και στον Τύπο.

Μύθος 3ος: Η κύρια αιτία της κρίσης είναι η διαφθορά των Ελλήνων και του ελληνικού κράτους

«Οι οδυνηρές προσαρμοστικές πολιτικές που ακολουθούνται τώρα σε μια σειρά χώρες της Ευρωζώνης είναι άμεσο αποτέλεσμα της υιοθέτησης από μεριάς τους του ευρώ.» (Feldstein, 2011, σελ. 5)

Είτε είπε ο κ. Παπανδρέου στον κ. Γιούνκερ ότι «η Ελλάδα είναι μια διεφθαρμένη χώρα» είτε όχι, τα λόγια αυτά πιθανόν αντανακλούν τις απόψεις που μοιράζονται κάποιοι «ευρωκράτες» με μια σημαντική μερίδα των ελληνικών ελίτ. Επιπλέον, και ξανά σύμφωνα με τις απόψεις τους, αυτό υπήρξε επίσης η αιτία της κρίσης. Εξ ου και, από τη δική τους σκοπιά, η «ηρωική προσπάθεια της τρόικας και της κυβέρνησης να ξεριζώσουν τη διαφθορά και να αναμορφώσουν εντελώς τη χώρα.

Δημόσιος τομέας και διαφθορά

Υπάρχουν βέβαια πολλά προβλήματα με το ελληνικό κράτος και με τον τρόπο που λειτουργεί το ελληνικό πελατειακό πολιτικό σύστημα.6 Αλλά παρόμοια προβλήματα με το κράτος υπάρχουν στην Ιταλία και αλλού. Ακόμη και στη Γερμανία μπορεί να έχει κανείς άσχημες εμπειρίες με τη «γραφειοκρατία» ‐ από τη φύση τους, ένα μεγάλο μέρος των νόμων και της δημοκρατίας πράγματι χρειάζονται λεπτομερείς κανόνες και γραφειοκρατική οργάνωση που μπορεί να φαίνονται λιγότερο αποτελεσματικά σε σχέση με τις εμπορικές συναλλαγές (που όμως είναι χρήσιμα και παραγωγικά τελικά). Σε κανέναν, βέβαια, δεν αρέσει η διαφθορά αλλά πολύ λίγα γνωρίζουμε για το πώς μπορεί να καταπολεμηθεί και δεν πρέπει να τη συγχέουμε με το μέγεθος του δημόσιου τομέα, καθώς όσο πλουσιότερη είναι μια χώρα τόσο μεγαλύτερος τείνει να είναι ο δημόσιος τομέας ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Το γράφημα 1 απεικονίζει τον συνολικό αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων ως ποσοστό της εργατικής δύναμης στις χώρες του ΟΟΣΑ για το 2000 και 2008. Οι υπάλληλοι της γενικής κυβέρνησης είναι με μπλε χρώμα ενώ στις βυσσινί στήλες συμπεριλαμβάνονται οι εργαζόμενοι στις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς (ΔΕΚΟ: πχ, ΟΣΕ και ΔΕΗ). Η Ελλάδα έχει λίγους υπαλλήλους γενικής κυβέρνησης – λιγότερους από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα του ΟΟΣΑ στο δείγμα – αλλά περισσότερους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ από όσους στη γενική κυβέρνηση, καθώς και υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων στις ΔΕΚΟ από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Και πάλι όμως το συνολικό ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων ήταν σημαντικά χαμηλότερο από εκείνα χωρών όπως η Φινλανδία, η Σλοβενία και η Εσθονία και συγκρίσιμο με εκείνα της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας και της Τσεχίας.

Γράφημα 1: Εργαζόμενοι στο δημόσιο και ΔΕΚΟ ως ποσοστό του συνολικού εργατικού δυναμικού (2000 και 2008). Οι μωβ μπάρες αντιπροσωπεύουν τους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ (απο το Γράφημα 21.2 στο OECD (2011).

Μια και σε άλλες χώρες πολλές από τις υπηρεσίες που στην Ελλάδα προσφέρονται από δημόσιες επιχειρήσεις είναι ιδιωτικοποιημένες, δεν είναι δυνατόν να συνάγουμε από αυτήν και μόνο την πληροφορία πως οι δημόσιες επιχειρήσεις στην Ελλάδα απασχολούν υπερβολικά πολλούς εργαζόμενους συγκριτικά με άλλες χώρες. Όμως, άλλα στοιχεία δείχνουν πως πολλές δημόσιες επιχειρήσεις είναι χώροι πελατειακών διορισμών και υπερβολικά υψηλών μισθών και συντάξεων. Δηλαδή, οι παχυλοί μισθοί και τα υπερβολικά προνόμια στις ΔΕΚΟ μάλλον έχουν μεγάλη δόση αλήθειας. Οπότε, μια βασική διάκριση ανάμεσα στις ΔΕΚΟ και τον στενό δημόσιο τομέα είναι δικαιολογημένη. Οποιαδήποτε μέτρα κατά της διαφθοράς όπως και περικοπές σε μισθούς και συντάξεις θα έπρεπε να είχαν πρώτα‐πρώτα ως στόχο αυτές.

Ο ελληνικός στενός δημόσιος τομέας μπορεί να έχει τα σοβαρά προβλήματά του όσον αφορά την εσωτερική οργάνωση και την ευθύνη προς τους πολίτες αλλά αυτό είναι ένα τυπικό παράπονο σε όλες τις πλούσιες χώρες. Η παραπληροφόρηση και η γενικευτική δαιμονοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων είναι δυσανάλογες προς την πραγματικότητα και, σε τελική ανάλυση, αυτοκαταστροφικές για τη χώρα. Δικαστές, δάσκαλοι, εφοριακοί, αστυνομικοί, πυροσβέστες κι ένα πλήθος άλλων επαγγελμάτων είναι χρήσιμα και αναγκαία για να λειτουργήσει η οικονομία. Όταν πληρώνεις δικαστές, αστυνομικούς και εφοριακούς πολύ λιγότερο και το κάνεις με έναν τρόπο που μπορεί να θεωρηθεί άδικος ακόμη και παράτυπος, δεν είναι και πολύ πιθανό ότι θα βελτιώσεις την αποδοτικότητά τους και είναι πολύ πιθανό να κάνεις τα προβλήματα της ιδιωτικής χρήσης των δημόσιων αξιωμάτων ακόμη σοβαρότερα από όσο ήταν πριν αρχίσει η κρίση.

Είσοδος του ευρώ

Θα περνούσε η Ελλάδα όλα αυτά που βιώνει τα δυο τελευταία χρόνια (και τις ακόμη χειρότερες συνθήκες που αναμένονται στο μέλλον) χωρίς το ευρώ; Η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο «Όχι». Το ευρώ επέτρεψε φτηνότερη χρηματοδότηση από όση ήταν προηγουμένως διαθέσιμη για τις ελληνικές κυβερνήσεις και πολλή από αυτήν αποκτήθηκε από το εξωτερικό αντί, όπως γινόταν πριν, αποκλειστικά από εγχώριες πηγές. Αυτή η φτηνότερη χρηματοδότηση και ο δανεισμός από το εξωτερικό είχαν ως άδηλο αποτέλεσμα να γίνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις λιγότερο υπεύθυνες απ’ ό,τι πριν την εισαγωγή του ευρώ. Καθόλου παράξενο ‐ αν κρίνουμε από την αποτελεσματική αποδιάρθρωση της επίλεκτης ΣΔΟΕ και άλλα πιο τολμηρά μέτρα με προσλήψεις σε ΔΕΚΟ ‐ που η διαφθορά αυξήθηκε και η κρατική αποτελεσματικότητα μειώθηκε από τότε που εισήχθη το ευρώ.

Η πρόθεση του κ. Σημίτη και των άλλων αρχιτεκτόνων της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη ήταν βέβαια τελείως διαφορετική. Ήλπιζαν πως το ελληνικό κράτος θα γινόταν πιο υπεύθυνο και πιο συγκρατημένο στις δημοσιονομικές του επιλογές, αν και οι δικές τους ενέργειες με την ανταλλαγή (swap) της Goldman Sachs που βοήθησε να μειωθούν κάποια προηγούμενα ελλείμματα του προϋπολογισμού έδωσαν μια γεύση του τι θα ακολουθούσε.

Υπήρχε επίσης η ελπίδα πως το ευρώ θα σταθεροποιούσε τον πληθωρισμό και θα ελάττωνε την αβεβαιότητα που γεννούσαν οι διακυμάνσεις των τιμών συναλλάγματος. Αντί γι’ αυτά, έφερε τα καταστροφικά αποτελέσματα της παρούσας κρίσης.

Αν η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που αντιμετώπιζε δυσκολίες, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το πρόβλημα ήταν αποκλειστικά δικό της και όχι του ευρώ.7 Αλλά η μία χώρα μετά την άλλη εμφανίζονται να έχουν δυσκολίες. Τα προβλήματα παραμόνευαν και βγήκαν στην επιφάνεια με την χρηματοοικονομική κρίση και με την ύφεση που ακολούθησε. Το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν η δημοσιονομική της πολιτική και το εξωτερικό δημόσιο χρέος μαζί με τη συνεχώς μειούμενη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Η Ιρλανδία, αν κρίνουμε από τη σχέση χρέους‐ΑΕΠ πριν την κρίση, ήταν η πιο υπεύθυνη δημοσιονομικά χώρα της Ευρωζώνης. Εκεί οι ένοχοι κατά πως φαίνεται ήταν η ιδιωτική υπερχρέωση και η φούσκα στα ακίνητα που δημιούργησαν προβλήματα στις τράπεζες, στις οποίες η κυβέρνηση ακολούθως έδωσε εγγυήσεις. Η Πορτογαλία είχε μέτρια αναλογία χρέους προς ΑΕΠ αλλά λόγω «μόλυνσης» θεωρήθηκε από τις αγορές ομολόγων η πιο αδύναμη από τις υπόλοιπες από άποψη μεγέθους, χαμηλής ανάπτυξης και δημοσιονομικών παθογενειών. Η Ισπανία ήταν σχεδόν τόσο υπεύθυνη δημοσιονομικά όσο και η Ιρλανδία και επίσης υπέφερε από τη φούσκα στα ακίνητα και υψηλό ιδιωτικό χρέος. Η Ιταλία υποφέρει από υψηλό δημόσιο χρέος και σταθερά χαμηλή ανάπτυξη τα τελευταία δέκα χρόνια.

Η Ελλάδα διέπραττε τις μεγαλύτερες παραβάσεις στα όρια των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού που προβλέπονταν από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και είχε το υψηλότερο δημόσιο χρέος. Η ιρλανδική και ισπανική κρίση μπορούν κατά κύριο λόγο να θεωρηθούν αποτέλεσμα μη ξεκάθαρης εποπτείας των τραπεζών και κενών στις ευθύνες γι’ αυτές. Η Πορτογαλία έπεσε θύμα της γενικής οικονομικής «αδιαθεσίας» που αισθανόταν από τότε που υιοθέτησε το ευρώ και της δύναμης των «εκδικητών» των ομολόγων, ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε από τις άλλες χώρες μια και δεν υπήρξε κάτι συγκεκριμένο που να έγινε λάθος. Αλλά όλες οι χώρες που βρίσκονται σε κρίση είχαν, από την εισαγωγή του ευρώ ως νομίσματος, μια αύξηση του συνολικού τους χρέους, είτε πρωταρχικά δημόσιο είτε ιδιωτικό, που συνοδεύτηκε από μια αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, αυτά τα ελλείμματα συνδυάστηκαν με μια αύξηση του πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας. 8

Το πρόβλημα για την Ευρωζώνη δεν είναι η διαφθορά της ελληνικής κυβέρνησης ούτε η ιρλανδική αμέλεια. Αν η Ιρλανδία ή η Ελλάδα δεν ήταν μέλη της Ευρωζώνης, μια άλλη περιφερειακή χώρα θα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα και πολύ γρήγορα μάλιστα. Το πρόβλημα είναι δομικό: η αδυναμία των θεσμών για μια νομισματική ένωση που απαρτίζεται από τόσο διαφορετικές και ετερογενείς χώρες οι οποίες δεν έχουν άλλα οικονομικά εργαλεία από τις προσαρμογές τιμών και αποδοχών που ιστορικά θεωρούνται χονδροειδή όργανα άσκησης οικονομικής πολιτικής.9 Οι δημιουργοί του ευρώ το είδαν πρώτα και κύρια ως ένα πολιτικό σχέδιο, ως μια προσπάθεια εφαρμογής της πολιτικής ενοποίησης από την πίσω πόρτα. Η πολιτική ενοποίηση όμως ποτέ δεν κατάφερε να πάρει τον δρόμο της και έχουμε τώρα τα γνωστά, προβλέψιμα αποτελέσματα.

Για να ανακεφαλαιώσουμε, χωρίς το ευρώ είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς θα είχε επέλθει μια τόσο βαθιά κρίση. Αν η Ελλάδα είχε κρατήσει το νόμισμά της, με μικρότερο δανεισμό από το εξωτερικό θα είχε πιθανόν μικρότερη ανάπτυξη από όση είχε μέχρι το 2007 αλλά θα είχε τα εργαλεία – την υποτίμηση του νομίσματός της – για να ανταπεξέλθει στην ύφεση πολύ καλύτερα, χωρίς να βρίσκεται στα πρόθυρα της στάσης πληρωμών και χωρίς να παραδίδει κάθε ίχνος εθνικής κυριαρχίας. Με πιο ακριβό και εγχώριο ‐ στο μεγαλύτερο μέρος του – δανεισμό, οι κυβερνήσεις της θα είχαν ισχυρότερα κίνητρα να είναι δημοσιονομικά πιο υπεύθυνες και δεν θα είχαν διαβρώσει ούτε τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό ούτε γενικά την ισχύ του κράτους όσο το κατάφεραν από την εισαγωγή του ευρώ και μετά.

Μύθος 4ος: Αν η ελληνική κυβέρνηση ήταν ικανή, οι στόχοι του Μνημονίου δεν θα αποτύγχαναν.

Αυτός είναι ο μόνος μύθος που δεν αναπαράγεται από την ελληνική κυβέρνηση. Είναι όμως κάτι που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι άλλοι εγχώριοι και ξένοι υποστηρικτές της πολιτικής του Μνημονίου. Οι στόχοι του Μνημονίου, πάντως, δεν θα μπορούσαν έτσι κι αλλιώς να είχαν υλοποιηθεί γιατί οι εκτιμήσεις της τρόικας μονίμως υποτιμούσαν τις επιπτώσεις των περικοπών του προϋπολογισμού.

Για παράδειγμα, τον Μάρτιο του 2011 η εκτίμηση του ΔΝΤ για την αύξηση του ΑΕΠ το 2011 ήταν ‐3,0% και για το 2012 η εκτίμηση ήταν θετική 1% ανάπτυξη (Βλ. IMF, 2011, Πίνακας 8). Τον περασμένο μήνα, όμως, οι προκαταρκτικοί αριθμοί για την ετήσια ανάπτυξη [Σεπτέμβριος 2010 – Σεπτέμβριος 2011] έδειχναν ‐7,0% ενώ οι εκτιμήσεις για το 2010 έχουν γίνει αρνητικές. Όπως αναφέρουν οι Financial Times στις 22 Οκτωβρίου 2011, οι πιο πρόσφατες εμπιστευτικές εκτιμήσεις της τρόικας είναι ακόμη χειρότερες.

Αφού η οικονομία συρρικνώνεται πολύ ταχύτερα από ό,τι αρχικά είχε προβλέψει η τρόικα, η είσπραξη φόρων ήταν αναπόφευκτα χαμηλότερη από τα προβλεπόμενα και οι δαπάνες ήταν υψηλότερες εξαιτίας των αυξημένων εξόδων σε τομείς όπως των επιδομάτων ανεργίας. Αναπόφευκτα, λοιπόν, το έλλειμμα του προϋπολογισμού γίνεται πολύ μεγαλύτερο από τις αρχικές εκτιμήσεις, επισπεύδοντας φοβέρες και εκκλήσεις για πρόσθετες περικοπές στον προϋπολογισμό και φόρους ώστε η κυβέρνηση να πάρει την επόμενη δόση.

Δεν υπάρχει τέλος εν όψει για αυτόν τον αέναο κύκλο περικοπών, νέων φόρων, περαιτέρω ύφεσης, μεγαλύτερων ελλειμμάτων από τα αρχικά προβλεπόμενα, με νέες περικοπές και φόρους που αρχινάν τον κύκλο εκ νέου.

Ακόμη κι αν η ελληνική κυβέρνηση ήταν εξαιρετικά ικανή, οι στόχοι θα αποτυχαίνανε. Δεν είναι εξαιρετικά ικανή, αλλά και πάλι έχει εφαρμόσει ένα μεγάλο αριθμό μέτρων που δεν ήταν καθόλου δημοφιλή και αντιμετώπισαν ισχυρή αντίθεση.

Τέτοια μέτρα ήταν:

● Αύξησε τον ΦΠΑ στο 23%, από το αρχικό 19% ή 13%, παρά τις εκκλήσεις πως αυτό θα μείωνε την ανταγωνιστικότητα και πιθανόν τις εισπράξεις από τον ΦΠΑ.

● Κατήργησε τους δύο επιπλέον μισθούς (Χριστούγεννα, Πάσχα και επίδομα αδείας) και τους αντικατέστησε με ένα ελάχιστο μέρος του αρχικού ποσού.

● Κατήργησε το χρονοεπίδομα (την πολυετία) στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων.

● Εκτός των παραπάνω, περιέκοψε ένα 10% των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων (με πρόσθετες μειώσεις να βρίσκονται καθ’ οδόν).

● Παρόμοιες – σε ορισμένες περιπτώσεις μεγαλύτερες – περικοπές εφαρμόστηκαν και στις συντάξεις.

● Εξίσωσε τις συνταξιοδοτικές προϋποθέσεις ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες.

● Μείωσε το αφορολόγητο όριο από τα 12.000 στα 5.000 ευρώ.

● Μείωσε την έκπτωση φόρου λόγω ιατρικών δαπανών στο 20% (από το 40%) ακόμη και για εισοδήματα που αποκτήθηκαν το 2010.

● Αύξησε σημαντικά τα τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων από το 2010 και μετά.

● Εφήρμοσε μία καινούργια ειδική εισφορά «αλληλεγγύης» που κυμαίνεται από το 1 ως το 6% του εισοδήματος.

● Αύξησε τις τιμές των εισιτηρίων κατά 20% για τα λεωφορεία και 40% για τον υπόγειο σιδηρόδρομο.

● Μείωσε τις αποζημιώσεις απόλυσης που πληρώνουν οι εργοδότες του ιδιωτικού τομέα μέχρι και 50% (ανάλογα με τον χρόνο προειδοποίησης).

● Εισήγαγε νέους φόρους πάνω στην ακίνητη περιουσία.

Είναι δύσκολο να φανταστούμε οποιαδήποτε κυβέρνηση σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου να εφαρμόζει τόσα πολλά μέτρα μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Και αυτό είναι ένα δείγμα μόνο των μέτρων που πάρθηκαν. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός πρόσθετων μέτρων που είτε δεν έχουν εφαρμοστεί ακόμη είτε πρόκειται να ψηφιστούν από το Κοινοβούλιο. Κι όμως η τρόικα και οι υπερασπιστές της εξακολουθούν να διαμαρτύρονται πως η κυβέρνηση «δεν έχει κάνει αρκετά» ή «ολιγωρεί» και απαιτούν περισσότερα.

Οι επικριτές ανησυχούν ιδιαίτερα για τον αργό ρυθμό των νομικών και θεσμικών αλλαγών που αφορούν τις «απελευθερώσεις» είτε επειδή παίρνει πολύ χρόνο να έρθουν τα νομοσχέδια στη Βουλή είτε επειδή καθυστερεί η εφαρμογή των νόμων όταν έχουν ήδη ψηφιστεί. Εκτός από τις επί της ουσίας ενστάσεις που μπορεί να προβάλει κανείς ενάντια στις μαζικές «απελευθερώσεις», προκαλεί έκπληξη και το ότι αυτοί οι επικριτές αναμένουν από μια καθόλου δημοφιλή κυβέρνηση να περάσει απλώς από την πίσω πόρτα τέτοιες μεταρρυθμίσεις χωρίς σοβαρή κόντρα, ιδιαίτερα από μια κοινωνία – πολλών συντηρητικών ψηφοφόρων μη εξαιρουμένων ‐ που διαφωνεί με τις περισσότερες από αυτές.

Τα οικονομικά αποτελέσματα των πολιτικών της τρόικας ήταν σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμα και η κριτική ότι η κυβέρνηση δεν επιδεικνύει τον απαιτούμενο ζήλο στην προώθησή τους αποκαλύπτει, στην καλύτερη περίπτωση, μια στοιχειώδη άγνοια των ορίων μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, η οποία προφανώς δεν μπορεί να έρθει σε πλήρη αντίθεση με τις επιθυμίες του εκλογικού σώματος. Και πάλι είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί η συμπεριφορά της τρόικας και το πώς εξυπηρέτησε τον μακροπρόθεσμο στόχο της επιβίωσης της Ευρωζώνης ως έχει σήμερα ή οτιδήποτε παραπλήσιο. Θα μπορούσε να ήταν απλώς ένας συνδυασμός γραφειοκρατικής αδράνειας, παραδειγματικής «τιμωρίας» υποτιθέμενων «αμαρτωλών» και παροχής δικαιώματος σε κάποια καλά δικτυωμένα συμφέροντα να κερδοσκοπήσουν εκμεταλλευόμενα τη δύσκολη θέση της Ελλάδας. Η τακτική τού να ρίχνουν την ευθύνη για όλα τα προβλήματα στην ελληνική κυβέρνηση, πάντως, πρόσφατα φαίνεται να έχει αλλάξει αισθητά καθώς βαθμιαία οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι συνειδητοποίησαν πως το πρόβλημα είναι πράγματι δομικό και οι φοβέρες και απειλές προς τον Έλληνα Υπουργό Οικονομικών δεν θα σώσει

την Ευρωζώνη.

Μύθος 5ος: Ακολουθώντας τις συνταγές της τρόικας η Ελλάδα θα επιστρέψει στον δρόμο της ευημερίας.

Εκτός από τις πιο άμεσες περικοπές στον προϋπολογισμό και τις αυξήσεις φόρων, οι πολιτικές της τρόικας περιλαμβάνουν 1) μειώσεις μισθών και τιμών. 2) νομικές και θεσμικές αλλαγές που στοχεύουν στην «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας και άλλων αγορών παραγωγικών συντελεστών. και 3) ιδιωτικοποίηση δημόσιας περιουσίας. Θα συζητήσω εν συντομία κάθε μία από αυτές τις πολιτικές, τους φαινομενικούς τους στόχους και τις ενδεχόμενες επιπλοκές. Ύστερα θα συνοψίσω τις πιθανές μακροπρόθεσμες συνέπειές τους.

Συνέπειες των μειώσεων μισθών και τιμών

Ο βασικός στόχος της μείωσης μισθών και τιμώ logioshermes
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ