2014-10-06 16:06:23
Και ξαφνικά στο «Μεσοστράτι» του Ρεθύμνου του Γιώργου Σηφάκη, του Σιμισακογιώργη όπως ακούγεται, έγινε η μεγάλη και απρόσμενη συνάντηση: Οι Ολλανδοί Γιώργος και Ιωάννα που έρχονται και ξανάρχονται στην Κρήτη και είναι πάντα μέσα στα γλέντια, τα πανηγύρια και τις παρέες των Κρητικών, βρήκαν εκεί τον μεγάλο του λαούτου Γιάννη Μαρκογιαννάκη, τον Μαρκογιάννη που αποκαλούν οι φίλοι και λάτρεις της τέχνης του. Κάθισαν στο ίδιο τραπέζι και έδειχναν ότι οι ώρες τους «γέμιζαν» με την παρουσία του βιρτουόζου της κρητικής μουσικής και είναι φανατικοί θαυμαστές του Βρέθηκαν και αυτοί στη Μεγαλόνησο, παρόμοια όπως τον Ρος Ντέιλι, ίσως και πριν τριάντα χρόνια και από τότε κάνουν το ταξίδι Ολλανδία- Κρήτη όπως το ανάλογο Ηράκλειο-Αθήνα! Έρχονται εδώ και βρίσκονται πότε στα Χανιά, πότε στο Ηράκλειο και πότε στο Ρέθυμνο, όπου στήνονται μουσικές μαζώξεις, μόνο και μόνο για να βάλουν στην ψυχή τους το μεγαλείο της παραδοσιακής μουσικής. Ο Γιώργος, μάλιστα, αυτά τα χρόνια έβαλε στα… πόδια του και τους κρητικούς χορούς και έγινε και δάσκαλος, διδάσκοντάς τους παντού!«Μα τώρα», ξεκαθαρίζει, «έχω μηνίσκο στο πόδι και δυσκολεύομαι». Χθες θα γυρνούσαν στα Μάλια και θα «πετούσαν» για την πατρίδα τους!
Εκείνη τη μέρα οι Ολλανδοί, πάντως,έκαναν μια στάση στο στέκι του Σιμισακογιώργη, στον πεζόδρομο δίπλα από την εκκλησία των Τεσσάρων Μαρτύρων στο κέντρο της πόλης του Ρεθύμνου, εκεί που δίδουν ραντεβού και μαζεύονται όλοι οι… άρρωστοι μουσικόφιλοι καθημερινά, και τα βράδια απολαμβάνουν με κρητικό άρωμα τις ώρες τους με παλαιά και νέα συγκροτήματα καλλιτεχνών της παραδοσιακής μουσικής της Κρήτης. Ευτυχής συγκυρία, λοιπόν, να συναντήσουν τον τελευταίο των πρωτομαστόρων και τον μεγαλύτερο, εν ζωή ακόμα, της τέχνης και να περάσουν για λίγο μαζί του Ο ΜΑΓΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥΤΟΥ…
Ενωρίτερα, ο Κρητικός καλλιτέχνης είχε πάει σε κατάστημα Τράπεζας και κατέβαλε φόρους και χαράτσια που ζήτησε χωρίς αίσθημα δικαίου το Κράτος. Επιστρέφοντας, τον βοηθούσε στην πεζοπορία του η μπαστούνα και η κίνηση στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Κουντουριώτη, γίνονταν με δυσκολία.
-Κουράστηκαν τα πόδια αλλά τα χέρια αντέχουν- ήταν η πρώτη φράση με το «καλημέρα». Αιφνιδιάστηκε και σταμάτησε για να μάθει την ταυτότητα του ανθρώπου που τον ρωτά, και όταν μετά από λίγα λεπτά προσπαθειών αντιλήφθηκε, «άνοιξε η καρδιά του» και άστραψε το πρόσωπό του…
«Όλα καλά, μα τα πόδια μου δεν με βοηθούν και πήρα τη μπαστούνα. Τι να κάνω; Πέρασαν τα χρόνια…». Και αφού, ως ήταν αναμενόμενο, διαπιστώνονται από το βάρος των δεκαετιών, βιολογικές υποχωρήσεις, περνά τις μέρες και τα χρόνια του όπως «τα φέρνουν οι καιροί». Γιατί, όπως ακούγονταν και στο χωριό του το Σπήλι, «κάθε χρόνο πέτρα πέφτει» και «κανείς δεν θα μείνει αθάνατος σε τούτο τον τόπο». Έπιασε και τα 88 του χρόνια κι όμως αντέχει γιατί ανήκει στη ράτσα που δεν λυγίζει!
Όλη του η ζωή… φούλαρε με μουσική, δίπλα στους τεράστιους που άφησαν έργο και καθόρισαν εποχές! Γεννήθηκε το 1926 σε καιρούς φτώχιας και ανατράφηκε μέσα σε μια μεγάλη φαμίλια και σε ένα σπιτικό που δεν έλειψε ποτέ η γλυκύτητα των μελωδιών της λύρας του πατέρα του Μαρκογιώργη. Χαρακτηρίζεται ως ο λαϊκός λυράρης που κράτησε την παρέα και το γλέντι στο Σπήλι και έδωσε διέξοδο στην ψυχαγωγία πολλών γενεών του χωριού...
ΟΙ ΜΕΛΩΔΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ
Από τις πολλές εμπειρίες που κουβαλά, όσο κι αν αυτές είχαν… μελωδία, μια τον συγκλόνισε με το αναπάντεχο φευγιό του μοναχογιού του Νεκτάριου πριν μερικά χρόνια. Δεν του το φέρνει κανείς στο νου μα ο ίδιος τις πιο πολλές φορές δεν κάνει δίχως του βουρκώνει και κλαίει κι ας του δίδουν χαρές τα εφτά εγγόνια και το ένα δισεγγόνι.
Αλλά και στην κατοχή των ναζί, είχε περιπέτειες αυτός, ο πατέρας του και η αδερφή του Αθηνά. Έλαχε να είναι ο ανιψιός του Θανάση Μαρκογιαννάκη, της σπουδαίας μορφής της Αντίστασης, που ήταν ο πρωτεργάτης της κλοπής του ραδιοφώνου από τη «φωλιά» των Γερμανών, το καφενείο της οικογένειάς του…
Όταν έγινε η κλοπή, τον Απρίλιο του ’44, οι δυνάμεις κατοχής προχώρησαν στις συλλήψεις του πατέρα του Γιώργου και των παιδιών του Γιάννη και Αθηνάς για να τους εξαναγκάσουν να ομολογήσουν. Έμειναν στις φυλακές του Ρεθύμνου για είκοσι μέρες. Είχε αφηγηθεί το 2006 ο ίδιος: «Τότε, λοιπόν, είχαν πρόγραμμα να μας πάνε στη-ν –Αγιά για να μας σκοτώσουνε. Τη-μ-προηγούμενη μέρα που σκοτώσανε τσι Σαχτουριανούς μας αφήσανε γιατί επέμβηκενε ο ειρνοδίκης του Σπηλίου στο Γερμανό διοικητή του χωριού. Ο Θεοδωρακόπουλος που ήτονε ειρνοδίκης είχενε καλές σχέσεις μ’ αυτό το Γερμανό και κατάφερενε να τον-ε-πείσει πώς εμείς δεν είχαμενε καμιά ευθύνη. Ύστερα η μάνα μου, επειδής ήτονε κοντά τα σπίτια τα δικά μας με το σπίτι του διοικητή, του πήγαινε τρόφιμα και του φέρουντανε καλά. Αν έλειπενε ο Θεοδωρακόπουλος ‘θελα μας έχουνε σκοτωμένους…»
Τα πόδια, λοιπόν, του Γιάννη Μαρκογιαννάκη δυσκολεύουν και έχουν… βοηθό στο περπάτημα, όμως τα χέρια του κάνουν… αγγέλους στις χορδές του λαούτου, και αντέχουν και συνοδεύουν στην εντέλεια στα ακούσματα της λύρας.«Μετά το θάνατο του παιδιού μου», διευκρινίζει, «δεν πήγα ξανά σε γλέντια. Ήρθε ο γαμπρός μου ο Μπάμπης και με έπεισε ότι κάνω λάθος και πού και πού άρχισα να παίζω σε παρέες, όπως αυτές που γίνονται κάθε Πέμπτη στο Ρέθυμνο και είναι μπροστά ο γιατρός ο Μανώλης ο Παπυράκης…»
ΚΙ Η ΠΕΡΔΙΚΑ…
Ο άνθρωπος που γοητεύει με τη δεξιοτεχνία του αλλά και με την απλότητά του, παρά τις μεγάλες δόξες που έχει λάβει και την αποδοχή της κοινωνίας ως πρωτομάστορας, μένει μια προσωπικότητα δίχως έπαρση. Συνεχίζει να κρατάει με αξιοσύνη τις παρακαταθήκες που πήρε από την αμιγώς μουσική οικογένεια των Μαρκογιάννηδων του Σπηλίου, που γαλούχησε μέσα στη μουσική όλα τα μέλη της στις δύσκολες εποχές.
Το μαύρο δεν λείπει χρόνια από την ψυχή και το κορμί του μεγάλου δεξιοτέχνη. Ίσως τα βάσανά του να τα συνδυάζει με το τετράστιχο του αθάνατου συγχωριανού του λυράρη Γιώργου Καλογρίδη:
Κι η πέρδικα που είναι πουλί
κι εκείνη έχει πίκρα
γι'αυτό της τα ΄δωσε ο Θεός
τα μαύρα και φορεί τα
Ο πρωτομάστορας της κρητικής μουσικής στο λαούτο μόλις είχε φύγει από κατάστημα της Τράπεζας που πήγε για να… ενισχύσει τα κρατικά ταμεία με τους φόρους και τα χαράτσια
O Μαρκογιώργης σε μια παρέα συγχωριανών του στο Σπήλι
Πηγή Tromaktiko
Εκείνη τη μέρα οι Ολλανδοί, πάντως,έκαναν μια στάση στο στέκι του Σιμισακογιώργη, στον πεζόδρομο δίπλα από την εκκλησία των Τεσσάρων Μαρτύρων στο κέντρο της πόλης του Ρεθύμνου, εκεί που δίδουν ραντεβού και μαζεύονται όλοι οι… άρρωστοι μουσικόφιλοι καθημερινά, και τα βράδια απολαμβάνουν με κρητικό άρωμα τις ώρες τους με παλαιά και νέα συγκροτήματα καλλιτεχνών της παραδοσιακής μουσικής της Κρήτης. Ευτυχής συγκυρία, λοιπόν, να συναντήσουν τον τελευταίο των πρωτομαστόρων και τον μεγαλύτερο, εν ζωή ακόμα, της τέχνης και να περάσουν για λίγο μαζί του Ο ΜΑΓΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥΤΟΥ…
Ενωρίτερα, ο Κρητικός καλλιτέχνης είχε πάει σε κατάστημα Τράπεζας και κατέβαλε φόρους και χαράτσια που ζήτησε χωρίς αίσθημα δικαίου το Κράτος. Επιστρέφοντας, τον βοηθούσε στην πεζοπορία του η μπαστούνα και η κίνηση στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Κουντουριώτη, γίνονταν με δυσκολία.
-Κουράστηκαν τα πόδια αλλά τα χέρια αντέχουν- ήταν η πρώτη φράση με το «καλημέρα». Αιφνιδιάστηκε και σταμάτησε για να μάθει την ταυτότητα του ανθρώπου που τον ρωτά, και όταν μετά από λίγα λεπτά προσπαθειών αντιλήφθηκε, «άνοιξε η καρδιά του» και άστραψε το πρόσωπό του…
«Όλα καλά, μα τα πόδια μου δεν με βοηθούν και πήρα τη μπαστούνα. Τι να κάνω; Πέρασαν τα χρόνια…». Και αφού, ως ήταν αναμενόμενο, διαπιστώνονται από το βάρος των δεκαετιών, βιολογικές υποχωρήσεις, περνά τις μέρες και τα χρόνια του όπως «τα φέρνουν οι καιροί». Γιατί, όπως ακούγονταν και στο χωριό του το Σπήλι, «κάθε χρόνο πέτρα πέφτει» και «κανείς δεν θα μείνει αθάνατος σε τούτο τον τόπο». Έπιασε και τα 88 του χρόνια κι όμως αντέχει γιατί ανήκει στη ράτσα που δεν λυγίζει!
Όλη του η ζωή… φούλαρε με μουσική, δίπλα στους τεράστιους που άφησαν έργο και καθόρισαν εποχές! Γεννήθηκε το 1926 σε καιρούς φτώχιας και ανατράφηκε μέσα σε μια μεγάλη φαμίλια και σε ένα σπιτικό που δεν έλειψε ποτέ η γλυκύτητα των μελωδιών της λύρας του πατέρα του Μαρκογιώργη. Χαρακτηρίζεται ως ο λαϊκός λυράρης που κράτησε την παρέα και το γλέντι στο Σπήλι και έδωσε διέξοδο στην ψυχαγωγία πολλών γενεών του χωριού...
ΟΙ ΜΕΛΩΔΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ
Από τις πολλές εμπειρίες που κουβαλά, όσο κι αν αυτές είχαν… μελωδία, μια τον συγκλόνισε με το αναπάντεχο φευγιό του μοναχογιού του Νεκτάριου πριν μερικά χρόνια. Δεν του το φέρνει κανείς στο νου μα ο ίδιος τις πιο πολλές φορές δεν κάνει δίχως του βουρκώνει και κλαίει κι ας του δίδουν χαρές τα εφτά εγγόνια και το ένα δισεγγόνι.
Αλλά και στην κατοχή των ναζί, είχε περιπέτειες αυτός, ο πατέρας του και η αδερφή του Αθηνά. Έλαχε να είναι ο ανιψιός του Θανάση Μαρκογιαννάκη, της σπουδαίας μορφής της Αντίστασης, που ήταν ο πρωτεργάτης της κλοπής του ραδιοφώνου από τη «φωλιά» των Γερμανών, το καφενείο της οικογένειάς του…
Όταν έγινε η κλοπή, τον Απρίλιο του ’44, οι δυνάμεις κατοχής προχώρησαν στις συλλήψεις του πατέρα του Γιώργου και των παιδιών του Γιάννη και Αθηνάς για να τους εξαναγκάσουν να ομολογήσουν. Έμειναν στις φυλακές του Ρεθύμνου για είκοσι μέρες. Είχε αφηγηθεί το 2006 ο ίδιος: «Τότε, λοιπόν, είχαν πρόγραμμα να μας πάνε στη-ν –Αγιά για να μας σκοτώσουνε. Τη-μ-προηγούμενη μέρα που σκοτώσανε τσι Σαχτουριανούς μας αφήσανε γιατί επέμβηκενε ο ειρνοδίκης του Σπηλίου στο Γερμανό διοικητή του χωριού. Ο Θεοδωρακόπουλος που ήτονε ειρνοδίκης είχενε καλές σχέσεις μ’ αυτό το Γερμανό και κατάφερενε να τον-ε-πείσει πώς εμείς δεν είχαμενε καμιά ευθύνη. Ύστερα η μάνα μου, επειδής ήτονε κοντά τα σπίτια τα δικά μας με το σπίτι του διοικητή, του πήγαινε τρόφιμα και του φέρουντανε καλά. Αν έλειπενε ο Θεοδωρακόπουλος ‘θελα μας έχουνε σκοτωμένους…»
Τα πόδια, λοιπόν, του Γιάννη Μαρκογιαννάκη δυσκολεύουν και έχουν… βοηθό στο περπάτημα, όμως τα χέρια του κάνουν… αγγέλους στις χορδές του λαούτου, και αντέχουν και συνοδεύουν στην εντέλεια στα ακούσματα της λύρας.«Μετά το θάνατο του παιδιού μου», διευκρινίζει, «δεν πήγα ξανά σε γλέντια. Ήρθε ο γαμπρός μου ο Μπάμπης και με έπεισε ότι κάνω λάθος και πού και πού άρχισα να παίζω σε παρέες, όπως αυτές που γίνονται κάθε Πέμπτη στο Ρέθυμνο και είναι μπροστά ο γιατρός ο Μανώλης ο Παπυράκης…»
ΚΙ Η ΠΕΡΔΙΚΑ…
Ο άνθρωπος που γοητεύει με τη δεξιοτεχνία του αλλά και με την απλότητά του, παρά τις μεγάλες δόξες που έχει λάβει και την αποδοχή της κοινωνίας ως πρωτομάστορας, μένει μια προσωπικότητα δίχως έπαρση. Συνεχίζει να κρατάει με αξιοσύνη τις παρακαταθήκες που πήρε από την αμιγώς μουσική οικογένεια των Μαρκογιάννηδων του Σπηλίου, που γαλούχησε μέσα στη μουσική όλα τα μέλη της στις δύσκολες εποχές.
Το μαύρο δεν λείπει χρόνια από την ψυχή και το κορμί του μεγάλου δεξιοτέχνη. Ίσως τα βάσανά του να τα συνδυάζει με το τετράστιχο του αθάνατου συγχωριανού του λυράρη Γιώργου Καλογρίδη:
Κι η πέρδικα που είναι πουλί
κι εκείνη έχει πίκρα
γι'αυτό της τα ΄δωσε ο Θεός
τα μαύρα και φορεί τα
Ο πρωτομάστορας της κρητικής μουσικής στο λαούτο μόλις είχε φύγει από κατάστημα της Τράπεζας που πήγε για να… ενισχύσει τα κρατικά ταμεία με τους φόρους και τα χαράτσια
O Μαρκογιώργης σε μια παρέα συγχωριανών του στο Σπήλι
Πηγή Tromaktiko
VIDEO
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ξεπουλούν τα ακίνητα με τιμές ... Ι.Χ!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ ΣΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΑΜΙΝΙΩΝ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ




