2018-10-07 21:19:34
Φωτογραφία για Το νόημα όσων τελούνται στη Θεία Λειτουργία. Ερμηνεία σύντομη όλης της Θείας Λειτουργίας
Υπό Π.Ν Τρεμπέλα

(1) Έναρξη

Αποτελείται από τρεις «συναπτές» και τα «αντίφωνα» που παρεμβάλλονται ανάμεσα σ’ αυτές. Το σύνολο όλων αυτών αποτελεί «λιτή» (λιτανεία), όπως φαίνεται και από την πυκνή επανάληψη του «Κύριε, ελέησον». 

Γι’ αυτό, όταν μετά την ακολουθία του Όρθρου ακολουθούσε παλαιότερα λιτανεία με περιφορά έξω από το ναό, κατά την επάνοδο στο ναό συνεχιζόταν η θεία Λειτουργία από την Μικρή Είσοδο. Υπάρχει χειρόγραφο σύμφωνα με το οποίο η λιτή αυτή ψαλλόταν, ενώ οι λειτουργοί στέκονταν έξω από το ιερό Βήμα. Μετά το τέλος της λιτής έμπαιναν μέσα, αφού προηγουμένως ύψωναν, όπως και σήμερα, το ιερό Ευαγγέλιο, το οποίο μετέφεραν από το Σκευοφυλάκιο, όπου φυλασσόταν Και μέχρι σήμερα, όταν γίνετε αρχιερατική λειτουργία, ο επίσκοπος που ιερουργεί στέκεται έξω από τον ιερό Βήμα κατά τη διάρκεια της Ενάρξεως και εισέρχεται σ’ αυτό κατά τη Μικρή Είσοδο.

Εφόσον μάλιστα με την τέλεση της θείας Ευχαριστίας διακηρύττουμε τον θάνατο, την Ανάσταση και την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, το πρώτο μέρος της θείας Λειτουργίας, που συνήθως ονομάζετε Λειτουργία των κατηχουμένων, προσέλαβε αργότερα και αλληγορική σημασία, και συμβολίζει σύμφωνα με τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα τα γεγονότα «που προηγήθηκαν από τον θάνατο του Κυρίου», δηλαδή «την παρουσία, την ανάδειξη και την τέλεια φανέρωσή του». Δεδομένου μάλιστα ότι τα αντίφωνα άλλοτε ήταν ολόκληροι ψαλμοί, παρατηρείται (στο λόγο που φέρει το όνομα του Σωφρονίου Ιεροσολύμων) ότι μετά την πρώτη αίτηση ψάλλονται τα προφητικά και επειδή προανακηρύττουν τον αναφανέντα Κύριο και συγχρόνως επειδή προηγήθηκε η Παλαιά Διαθήκη.

Έτσι κατά την Έναρξη ο Κύριος προβάλλεται προκηρυττόμενος και προαναγγελλόμενος, και με την ύψωση του Ευαγγελίου φανερούμενος. Διότι το ιερό Ευαγγέλιο συμβολίζει τον ίδιο τον Κύριο που μιλάει μέσα σ’ αυτό και μέσα απ’ αυτό. Και εμφανίζεται ο Κύριος να κηρύττεται από τους Αποστόλους με το αποστολικό ανάγνωσμα, αλλά να μιλάει και ο Ίδιος άμεσα πρός τα πρόβατά του με το ευαγγελικό ανάγνωσμα.

(2) «Αμήν»

Με το «Αμήν», που λέγεται στο τέλος από το λαό, ολόκληρο το εκκλησιαστικό πλήρωμα επιβεβαιώνει και αποδέχεται ως δική του φωνή τα όσα εκφώνησε ο λειτουργός.

(3) «Κύριε, ελέησον»

Και τη μικρή αυτή επίκληση, που έχει όμως μεγάλη σημασία και εμπνέει διάθεση συντριβής και ταπεινώσεως, την αναφωνούσε όλος μαζί ο λαός τα παλαιότερα χρόνια.

(4) «Αντίφωνα»

Μετά τις αιτήσεις του διακόνου, οι οποίες ονομάζονται «ειρηνικά» επειδή στις τρείς πρώτες αιτήσεις επαναλαμβάνεται η λέξη «ειρήνη», ο ιερεύς απαγγέλει την ευχή του α’ αντιφώνου. Παλαιότερα και αυτή και οι άλλες ευχές της θείας Λειτουργίας απαγγέλλονταν με έντονη φωνή, για να τις παρακολουθεί και το εκκλησίασμα. 

Τα «αντίφωνα» ονομάζονται έτσι διότι ψάλλονται διαδοχικά από δυο χορούς, καθώς ο ένας ανταποκρίνεται στον άλλο και επαναλαμβάνει με μορφή επωδού το ίδιο εφύμνιο, το οποίο για το πρώτο αντίφωνο είναι το «Ταίς πρεσβείαις της Θεοτόκου...». Στα παλαιότερα χρόνια το αντίφωνο ήταν ολόκληρος ψαλμός. Ο αναγνώστης απο τον άμβωνα απήγγειλε ένα-ένα στίχο και μαζί μ’ αυτόν όλος ο λαός επαναλάμβανε ως επωδό το εφύμνιο ή την «υπακοή», η οποία ήταν κάποιος ψαλμικός στίχος.

(5) Μικρή Είσοδος

Όπως είπαμε και προηγουμένως, πρίν από τον 5ο αιώνα η έναρξη της θείας Λειτουργίας γινόταν με τη Μικρή Είσοδο. Τότε ο λειτουργός, ντυμένος με τα άμφια του και κρατώντας το ιερό Ευαγγέλιο, ξεκινούσε από το Σκευοφυλάκιο, το οποίο στις Εκκλησίες της Συρίας αποτελούσε ανεξάρτητο κτίσμα κοντά στο ναό, και κατευθυνόταν πρός το ιερό Βήμα, όπου εισερχόταν για πρώτη φορά μετά την Έναρξη. Γι’ αυτό ο λειτουργός εύχεται ώστε μαζί με την είσοδό του σ’ αυτό να γίνει και είσοδος αγίων Αγγέλων. Και ο διάκονος, όταν φθάσουν μπροστά από τις πύλες του Βήματος, λέει στον ιερέα: «Ευλόγησον, δέσποτα, την αγίαν είσοδον», ενώ ο ιερέας ευλογώντας λέει: «Ευλογημένη η είσοδος των αγίων σου πάντοτε, νύν και αεί και είς τους αιώνας των αιώνων».

Αυτά τα λόγια τα κατανοούμε καλύτερα, όταν έχουμε υπόψη ότι ορίσθηκαν να λέγονται σε εποχή που κατά τη Μικρή Είσοδο οι λειτουργοί για πρώτη φορά εισέρχονταν στο ιερό Βήμα, το οποίο ονομαζόταν «άγια» και «άγια αγίων» κατά μίμηση του Ναού της Ιερουσαλήμ στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης.

(6) Ύψωση Ευαγγελίου

Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας ερμηνεύει αλληγορικά την ύψωση αυτή του Ευαγγελίου λέγοντας ότι «ο ιερεύς στέκεται στην μέση του ναού μπροστά από το θυσιαστήριο και υψώνει το Ευαγγέλιο, συμβολίζοντας την ανάδειξη του Κυρίου, όταν άρχισε να παρουσιάζεται στον κόσμο».

(7) Εισοδικό

Ονομάζεται έτσι , διότι ψαλλόταν, ιδιαιτέρως στη Δύση και στην Αίγυπτο, την ώρα που ο λειτουργός, ντυμένος τα άμφια του, ξεκινούσε από το Σκευοφυλάκιο και προχωρώντας εισόδευε στο ιερό Βήμα.

(8) Τρισάγιος ύμνος

Ο ύμνος αυτός ονομάζεται Τρισάγιος εξαιτίας της τριπλής επαναλήψεως της λέξεως «άγιος», η οποία αναφέρεται πρός τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Στα τρία αυτά πρόσωπα αναφέρονται και τα Σεραφείμ που στέκονται δίπλα στον ουράνιο θρόνο του Θεού και αναβοούν ασίγητα «άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ» (Ησ. ς ‘ 2-3). Ο ύμνος αυτός εισήχθη στη λειτουργία με αφορμή κάποιον ισχυρό σεισμό στα χρόνια που αυτοκράτωρ ήταν ο Θεοδόσιος ο Μικρός (408-450) και πατριάρχης ο Πρόκλος (434).

Ο Τρισάγιος ύμνος αντικαθίσταται με τον ύμνο «Όσοι είς Χριστόν εβαπτίθητε...» στις εορτές των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων, του Σαββάτου του Λαζάρου, του Μεγάλου Σαββάτου και του Πάσχα, διότι παλαιότερα κατά τις εορτές αυτές βαπτίζονταν ομαδικά πολλοί Κατηχούμενοι. Παρόμοια, στις εορτές της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και της Σταυροπροσκυνήσεως ψάλλεται για ευνόητους λόγους το «Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, και την Αγίαν σου Ανάστασιν δοξάζομεν».

(9) Προκείμενο

Μόνο δύο στίχοι απέμειναν πλέον από αυτό. Παλαιότερα όμως αποτελούνταν από ολόκληρο ψαλμό. Ο αναγνώστης απήγγειλε από τον άμβωνα εμμελώς ανά ένα στίχο, μετά από τον οποίο ο λαός επαναλάμβανε ως επωδό τον στίχο που μέχρι και σήμερα απαγγέλλεται πρώτος από τον αναγνώστη. Λέγετε «προκείμενον», ως ο ψαλμός που προτάσσεται από το κείμενο της περικοπής του Αποστόλου.

(10) Αλληλουάριο

Αυτό αποτελείται πλέον μόνο από το «Αλληλούια», που ψάλλλεται τρείς φορές από τον ψάλτη. Παλαιότερα ήταν κι αυτό ολόκληρος ψαλμός, που μετά απο κάθε στίχο του επαναλαμβανόταν από το λαό ώς επωδός το Αλληλούια. Τότε, κατά τη διάρκεια του Αλληλουαρίου, θυμίαζε ο διάκονος, ενώ ο ιερέας διάβαζε την ευχή του Ευαγγελίου. Αυτά τώρα γίνονται κατά τη διάρκεια του αποστολικού αναγνώσματος. Το θυμίαμα μάλιστα που προσφέρεται τη στιγμή αυτή θεωρήθηκε σύμβολο ευλαβείας που αναφέρεται στην ευωδία που εξαγγέλλει το Ευαγγέλιο, την ευωδία της γνώσεως του Ιησού Χριστού. Αυτή την ευωδία καλούμαστε και μείς να φανερώνουμε με ζωή ευωδιαστή και ευαγγελική ( Β΄Κορ. β’ 14-15)

(11) «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι»

Οφείλουμε να δοξολογούμε και να ευχαριστούμε τον Κύριο, ο οποίος ετοιμάζει για μάς δύο τράπεζες που τρέφουν υπερφυσικά τις ψυχές μας: την τράπεζα της θείας Ευχαριστίας, στην οποία προτίθεται το Σώμα και το Αίμα Του ως μυστηριώδης τροφή, αλλά και ως ατίμητος θυσία. Και την τράπεζα του λόγου Του και των ρημάτων, τα οποία όπως ο Ίδιος μας βεβαίωσε, «πνεύμα εστί και ζωή εστί» (Ιωάν. ς΄ 63). Σχετικά με το θέμα αυτό παρατηρεί πολύ σωστά ο ιερός Αυγουστίνος: Όποιες προφυλάξεις παίρνουμε κατά τη θεία μετάληψη προκειμένου να μην πέσει ποτέ από τα χείλη μας κάποιος μαργαρίτης, έστω και ελάχιστος, από το άχραντο Σώμα του Κυρίου, τέτοια προσοχή πρέπει να δείχνουμε ώστε να μην εκπέσει από τις καρδιές μας ούτε μια «κεραία» από τα θεία ρήματα.

(12) Εκτενής ικεσία

Λέγεται «εκτενής», διότι παρά το γεγονός ότι σήμερα παραλείπεται εντελώς από πολλούς λειτουργούς, κάποτε ήταν πραγματικά πολύ μεγάλη και εκτεταμένη. Διότι την ώρα αυτή απευθύνονταν πολλές ικεσίες: «υπέρ πασών των αγίων του Θεού Εκκλησιών, υπέρ του επισκόπου και παντός του κλήρου», υπέρ όλων των εκκλησιαστικών και κοινωνικών τάξεων, «υπέρ ζώντων και τεθνεώτων, υπέρ ασθενούντων και ενεργουμένων (=κατεχομένων υπό του διαβόλου), υπέρ των κατηχουμένων» ιδιαιτέρως, και ξεχωριστά «υπέρ των μετανοούντων». Μετά από κάθε αίτηση ο λαός «και προ πάντων τα παιδία» έλεγαν το «Κύριε, ελέησον».

Αυτό συνέβαινε κυρίως μετά την αποχώρηση όσων δεν ήταν άξιοι να προσέλθουν στην θεία Κοινωνία. Τότε οι πιστοί που είχαν απομείνει, καθώς προετοιμάζονταν για τη θεία μετάληψη -γονατιστοί μάλιστα, επειδή συναισθάνονταν ότι ήταν ένοχοι και ανάξιοι να κοινωνήσουν- οι ίδιοι σιωπούσαν, και αντί γι’ αυτούς η Εκκλησία έβαζε μπροστά τα «παιδία τα άμωμα του δήμου», για να παρακαλούν τον Θεό και να ζητούν το έλεος Του. (Χρυσόστομος)

(13) «’Οσοι πιστοί...»

Αποχώρησαν πλέον οι κατηχούμενοι κι έπειτα και οι φωτιζόμενοι (όσοι δηλαδή βρίσκονταν λίγο πριν το Βάπτισμα) και όλοι γενικά οι αμύητοι. Οι ευχές για τους κατηχουμένους συνήθως λέγονται ανελλιπώς μόνο στη λειτουργία των Προηγιασμένων.

Σε κάποιο λειτουργικό κείμενο, που έχει την επιγραφή «Διαθήκη του Κυρίου Ιησού Χριστού», είναι αξιοσημείωτη και η πρόσκληση του διακόνου στο σημείο αυτό, που έχει ως εξής: «Οι κατηχούμενοι απελθέτωσαν. Οράτε, μη τις ακάθαρτος. Άνω τα όμματα των καρδιών ημών. Άγγελοι επισκοπούσιν. Οράτε. Ει τις ούκ έχει παρρησίαν απελθέτω.. ομονοούση διανοία δεηθώμεν. Μη τις μοιχός. Μη τις παρωργισμένος. Ει τις της αμαρτίας δούλος απελθέτω. Ως υιοί φωτός δεηθώμεν».

(14) Μεγάλη Είσοδος

Παλαιότερα στο σημείο αυτό της θείας Λειτουργίας, όταν πλέον είχαν αποχωρήσει οι κατηχούμενοι και οι μετανοούντες, οι οποίοι δεν δικαιούνταν να προσάγουν προσφορές για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας, προσφέρονταν από τους πιστούς προσφορές άρτου και οίνου. Από αυτές οι διάκονοι ξεχώριζαν τις αναγκαίες ποσότητες για την κοινωνία των πιστών, και αφού τις προσκόμιζαν στο άγιο Θυσιαστήριο, τις απέθεταν πάνω σ’ αυτό.

Έτσι διαμορφώθηκε πολύ νωρίς η Μεγάλη Είσοδος, η οποία συνίσταται στη μεταφορά με πομπή και ευλάβεια των τιμίων δώρων από το Σκευοφυλάκιο στην αγία Τράπεζα και συμβολίζει «τη συντελεσμένη αναπαράσταση του σταυρικού πάθους του Κυρίου, έτσι ώστε να μπορούμε να αντιληφθούμε τον Κύριο σαν να κείτεται μέσα στον τάφο μετά από το πάθος Του. Γι αυτό και οι λειτουργοί που απλώνουν τα ιερά υφάσματα πάνω στο Θυσιαστήριο αναπαριστούν συμβολικά την σινδόνα της ταφής του Κυρίου» (Θεόδωρος Μοψουεστίας).

Είναι φανερό ότι από τη Μεγάλη Είσοδο αρχίζει το κυριότερο και σπουδαιότερο τμήμα της λατρείας. Επειδή μάλιστα μ’ αυτήν αναπέμπουμε και μείς από τη γη την ίδια λατρεία που προσφέρουν και οι άγγελοι στον ουρανό, ενωνόμαστε μαζί τους σε κοινή δοξολογία και ευχαριστία και προσκύνηση του Υψίστου Θεού. Γι’ αυτό ο ύμνος που ψάλλεται πρίν τη Μεγάλη Είσοδο λέγετε «Χερουβικός», καθώς αναπέμπεται από τους πιστούς που βρίσκονται στη γη, οι οποίοι εικονίζουν τα Χερουβίμ και συμψάλουν μαζί τους τον Τρισάγιο ύμνο.

(15) Ευχή της προσκομιδής

Λέγεται έτσι, διότι τα τίμια δώρα προσκομίσθηκαν και αποτέθηκαν στο άγιο Θυσιαστήριο. Ξεχωρίσθηκαν πλέον από κάθε κοινή χρήση και αφιερώθηκαν ειδικότερα τώρα στο Θεό.

(16) Ασπασμός

Στο σημείο αυτό στην αρχαία Εκκλησία και μάλιστα στις Εκκλησίες της Ανατολής και Αιγύπτου δινόταν μεταξύ των Χριστιανών το φίλημα της ειρήνης. Οι κληρικοί ασπάζονταν τον επίσκοπο και τους συλλειτουργούς τους, και από τους λαϊκούς οι άνδρες τους άνδρες και οι γυναίκες τις γυναίκες. Σήμερα ο ασπασμός γίνεται μεταξύ των συλλειτουργούντων ιερέων και με τον επίσκοπο, εάν συμβεί να συλλειτουργεί μαζί τους. Από τον τρόπο μάλιστα που γίνεται ο ασπασμός αυτός βγάζουμε το συμπέρασμα ότι στην αρχαία Εκκλησία καθένας από τους άνδρες ασπαζόταν όλους τους άνδρες του εκκλησιάσματος, και καθεμιά γυναίκα όλες τις γυναίκες.

(17) «Τας θύρας, τας θύρας...»

Η προτροπή αυτή του διακόνου απευθύνεται πρωτίστως στους υποδιακόνους ή πυλωρούς που στέκονται δίπλα στις θύρες του ναού, και τους εφιστά την προσοχή ώστε να μην επιτρέψουν την είσοδο σε κάποιον αβάπτιστο και αμύητο. Κι αυτό προκειμένου να απαγγελθεί το «Σύμβολο της πίστεως», το οποίο κρατούνταν μυστικό για αρκετό χρόνο ακόμη και από τους κατηχούμενους. Και έπειτα να ακολουθήσει η τέλεση της αγίας Αναφοράς, δηλαδή του υψίστου των μυστηρίων.

Το «εν σοφία πρόσχωμεν» συνδέεται άραγε άμεσα με το «τάς θύρας, τας θύρας» ή με το Σύμβολο της πίστεως που ακολουθεί; Απευθύνεται δηλαδή στους υποδιακόνους ή σε όλους τους πιστούς, για να διεγερθεί η προσοχή τους ώστε να προσέξουν την ομολογία του Συμβόλου που ακολουθεί; Ο κώδικας του Πυρομάλη συνηγορεί υπέρ του δευτέρου, διότι γράφει τα εξής: «Ο διάκονος. Τας θύρας, τας θύρας. Και κατακλείονται αι θύραι. Ο διάκονος. Πρόσχωμεν. και το σύμβολον ψάλλωμεν». Άλλοτε το Σύμβολο απαγγελλόταν εμμελώς από όλο το λαό.

(18) Αγία Αναφορά

Πρόκειται να αρχίσει η αγία Αναφορά. Δηλαδή η θυσία που αναπέμπεται από το επίγειο Θυσιαστήριο στο νοερό και υπερουράνιο Θυσιαστήριο. Ο Κύριος είχε πει ότι καθένας που προσφέρει κάποιο δώρο στο Θυσιαστήριο οφείλει προηγουμένως να συνδιαλλάσσεται με κάθε αδερφό του, ο οποίος έχει κάτι εναντίον του (Ματθ. ε΄23-24). Σύμφωνα λοιπόν με τα λόγια αυτά του Κυρίου, ο διάκονος μας προτρέπει να προσέξουμε ώστε να προσφέρουμε την αγία Αναφορά έχοντας ειρήνη με όλους. Ακριβώς γι’ αυτό και λίγο πριν γινόταν παλαιότερα ο ασπασμός της ειρήνης.

(19) «Άνω σχώμεν τάς καρδίας»

Λέει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Αληθινά, εκείνη την πιο φρικτή ώρα πρέπει να έχουμε στραμμένη προς τα άνω την καρδιά μας, προς τον Θεό, και όχι κάτω προς τη γη και τα γήινα πράγματα». Οφείλουμε όλοι «να αφήσουμε τις βιοτικές φροντίδες και οικογενειακές μέριμνες και να έχουμε την καρδιά μας στον ουρανό, στο φιλάνθρωπο Θεό».

(20) Ο Επινίκιος Ύμνος

Ο Επινίκιος Ύμνος είναι συνέχεια της ευχής της Αναφοράς, η οποία διακόπτεται για λίγο, ώστε ο λειτουργός και ο λαός με μια ψυχή να αναπέμψουν τον ύμνο αυτό. Ο θείος Χρυσόστομος σημειώνει τα εξής: «Προσπάθησε να καταλάβεις μαζί με ποιούς στέκεσαι την ώρα των μυστηρίων. Μαζί με τα Χερουβείμ, μαζί με τα Σεραφείμ. Πως λοιπόν θα μπορέσεις και συ μαζί μ’ εκείνους τους αγγέλους να λές Άγιος, άγιος, άγιος;» «Επάνω στον ουρανό οι στρατιές των αγγέλων δοξολογούν. Κάτω στις εκκλησίες χοροστατούν άνθρωποι και μιμούνται την ίδια μ ‘ εκείνους δοξολογία. Άνω τα Σεραφείμ αναβοούν τον τρισάγιο ύμνο, κάτω τα πλήθη των ανθρώπων αναπέμπουν τον ίδιο ύμνο». Και ο Θεόδωρος Μοψουεστίας μαρτυρεί ότι, προκειμένου να ψαλλεί ο επινίκιος ύμνος, ενώ οι πιστοί στρέφουν ταπεινά τα βλέμματά τους προς τα κάτω, ο διάκονος εκφωνεί: «Στώμεν πάντες μετά μεγάλου φόβου και τρόμου».

(21) Οι λόγοι της συστάσεως

Αναφέρονται τα λόγια που είπε ο Κύριος όταν συνέστησε το μυστήριο και παρέδωσε το Σώμα του πρώτα και το Αίμα του έπειτα στους Αποστόλους για να τα κοινωνήσουν. Και πρέπει να ακούγονται τα λόγια αυτά, ώστε να συνδέεται αυτό που σήμερα τελεσιουργείται από μας με εκείνο που συστάθηκε και παραδόθηκε τότε από τον Κύριο. Ό,τι δηλαδή τελούμε εμείς προσφέροντας τη θεία Ευχαριστία είναι ακριβώς το ίδιο που συνέστησε ο Κύριος το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης.

(22) Ανάμνηση

Το μικρό αυτό τμήμα της Αναφοράς ονομάζεται «Ανάμνησις», διότι είναι συντεταγμένο σύμφωνα με τα λόγια που είπε ο Κύριος στους μαθητές αμέσως μόλις παρέδωσε το μυστήριο: «Τούτο ποιείτε είς την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. κβ’ 19, Α΄ Κορ. ια’ 24-25). Με την «Ανάμνηση» λοιπόν δηλώνεται και διακηρύττεται ότι το μυστήριο που τελείται από μας γίνεται με εντολή του Κυρίου, προκειμένου να έχουμε την ανάμνησή του, και ταυτίζεται ακριβώς με το μυστήριο «τούτο» που παρέδωσε ο Κύριος στους Αποστόλους προσθέτοντας και την εντολή αυτή.

(23) «Τα σα εκ των σών»

Το «σοί προσφέρομεν κατά πάντα» μάλλον αναφέρεται στα Θυσιαστήρια που βρίσκονται σ’ όλα τα μέρη του κόσμου, στα οποία προσφέρεται από τους πιστούς η θεία Ευχαριστία, σε αντίθεση με τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες μόνο σ’ έναν τόπο, το Ναό των Ιεροσολύμων, προσφέρονταν. Στην Καινή Διαθήκη η θυσία της θείας Ευχαριστίας προσφέρεται σε κάθε («κατά πάντα») τόπο. Παρά το γεγονός αυτό όμως, η θυσία αυτή παραμένει πάντοτε μία και η ίδια. Διότι απο τα οσαδήποτε Θυσιαστήρια στα οποία τελείται, αναφέρεται στη μια θυσία, την οποία προσφέρει στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο ο μέγας αρχιερεύς Ιησούς Χριστός, ο οποίος δέεται θερμά για μας. Έτσι η θυσία της θείας Ευχαριστίας που τελείται στη γη συνενώνεται μ’ αυτή που προσφέρει ο Χριστός στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο, καθώς ταυτίζεται πλήρως με αυτήν.

(24) «Σε υμνούμεν...»

Ο πολύ παλαιός αυτός ύμνος αποτελεί συνέχεια της Αναφοράς. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς ευκολότερα, όταν λάβει υπόψη του ότι στην εκφώνηση που προηγήθηκε τα παλαιά χειρόγραφα έχουν «Τα σα εκ των σών σοί προσφέροντες...». Έτσι η απόδοση και το κύριο ρήμα βρίσκονται στον ύμνο που ψάλλεται από το λαό. Παρεμβαίνει λοιπόν και στο κρίσιμο αυτό σημείο ο λαός. Και αυτό εξηγείται, όταν έχει κανείς υπόψη του ότι η θυσία προσφέρεται απ’ όλη την Εκκλησία, όπως φαίνεται και από το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο του ρήματος, το οποίο ακολουθεί: «Έτι προσφέρομέν σοι...». Ο ιερεύς είναι απαραίτητος για τον καθαγιασμό, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να συντελεσθεί χωρίς αυτόν. Από τη στιγμή όμως που θα καθαγιασθούν τα δώρα, αποτελούν κτήμα όλης της Εκκλησίας και προσφέρονται θυσία στο Θεό από όλους τους πιστούς, οι οποίοι έχουν επικεφαλής τους τον ιερέα.

(25) Επίκληση – Καθαγιασμός

Ο λειτουργός παρακαλεί τον Θεό και Πατέρα να μεταβάλλει τον άρτο σε Σώμα Χριστού. Διότι τα μυστήρια τα τελεσιουργεί αοράτως ο μέγας αρχιερεύς Χριστός, ενώ ο λειτουργός είναι το απαραίτητο όργανό του για την τελεσιουργία αυτή, που δανείζει σ’ Αυτόν το χέρι του και τη γλώσσα του. Γι’ αυτό ακριβώς, οσοδήποτε ανάξιος κι αν είναι ο λειτουργός, η τελείωση του μυστηρίου δεν βλάπτεται σε τίποτε, αφού πραγματικός λειτουργός του είναι ο Κύριος.

(26) Ικετευτικές μνημονεύσεις

Αρχίζουν ήδη οι ικετευτικές δεήσεις και η ανάγνωση των Διπτύχων, στα οποία αναγράφονται ονόματα κεκοιμημένων. Η θυσία που έχει ήδη συντελεσθεί προσφέρεται «υπέρ των κεκοιμημένων αγίων Πατέρων και επισκόπων και πάντων των εν ημίν προκεκοιμημένων» και πιστεύουμε ότι «μεγίστη όνησις» και ωφέλεια θα επέλθει στις ψυχές, «για τις οποίες αναπέμπεται η δέηση της αγίας και πιο φρικτής θυσίας που έχουμε μπροστά μας». Διότι «τον Χριστό προσφέρουμε σφαγιασμένο και ζητούμε από τον φιλάνθρωπο Θεό τη δική τους εξιλέωση και τη δική μας» (Κύριλλος Ιεροσολύμων).

Διότι όταν στέκεται «ολόκληρος ο λαός ανυψώνοντας τα χέρια του, το ιερατικό πλήρωμα, και τελείται μπροστά μας η φρικτή θυσία, πώς δεν θα ελκύσουμε το έλεος του Θεού παρακαλώντας τον για τους κεκοιμημένους;» (Χρυσόστομος).

(27) Ικετευτικές δεήσεις – Δίπτυχα

Άριστα ο θείος Χρυσόστομος αποσαφηνίζει με ποιό πνεύμα μνημονεύουμε τους αγίους και τους μάρτυρες στη θεία Λειτουργία και πόσο διαφορετικά τους υπόλοιπους κεκοιμημένους, «μάλιστα αν αυτοί ήταν αμαρτωλοί». Λέει λοιπόν τα εξής: «Κι αν είναι μάρτυρες, είναι μεγάλη τιμή να αναφέρουμε τα ονόματα τους τώρα που είναι παρών ο Δεσπότης». Αυτό συμβαίνει «όπως όταν γιορτάζονται τα επινίκια των βασιλέων. Τότε επευφημούνται και όσοι πήραν μέρος στη νίκη, ενώ όσοι είναι φυλακισμένοι ελευθερώνονται λόγω της εορτής». Μνημονεύουμε λοιπόν τους αγίους θριαμβευτικά και η Εκκλησία τους προβάλλει στο Θεό ως νικηφόρα στρατιά, αποδεικνύοντας έτσι ότι ο Υιός του Θεού δεν θυσίασε μάταια τον εαυτό του. Ενώ τους υπόλοιπους και μάλιστα τους αμαρτωλούς η Εκκλησία τους μνημονεύει ικετευτικά, εκζητώντας γι’ αυτούς το θείο έλεος.

(28) «Και ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει...»

Παρόλο που ο ιερεύς μνημονεύει μπροστά στο Θυσιαστήριο γενικώς «πάντας τους κεκοιμημένους επ’ ελπίδα αναστάσεως ζωής αιωνίου» και «πάντας τους εν πίστει οικούντας εν πάση πόλει», ο διάκονος με την προσφώνηση του αυτή αναφέρεται και σε όσους ονομαστικά έχει στη σκέψη του καθένας από τους εκκλησιαζομένους. Η επίκληση λοιπόν του θείου ελέους τη στιγμή αυτή από κάθε πιστό που παρευρίσκεται στη θεία Λειτουργία για τους προσφιλείς του ζωντανούς και κεκοιμημένους ισοδυναμεί με το να μνημονεύονται τα ονόματά τους μπροστά στο Θυσιαστήριο και από τον διάκονο.

(29) «Και έσται τα ελέη»

Με τον ασπασμό αυτόν επισφραγίζεται η μεγάλη ευχή της Αναφοράς, που τελειώνει εδώ. Αυτή άρχισε με ασπασμό: «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού...» και με ασπασμό τελειώνει. Το τμήμα που ακολουθεί μέχρι την εκφώνηση «τα άγια τοις αγίοις» αποτελεί προπαρασκευαστική δέηση για την άξια μετάληψη του θείου μυστηρίου.

(30) Υπερουράνιο θυσιαστήριο

Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη (η’ 3-4) παρουσιάζεται ένας άγγελος Κυρίου που στέκεται στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο και κρατά χρυσό θυμιατήριο. Σε αυτόν δόθηκαν θυμιάματα πολλά για να τα προσφέρει στο χρυσό Θυσιαστήριο, που είναι μπροστά στον ουράνιο θρόνο του Θεού. Και όπως εξηγεί ο θείος Ιωάννης, τα θυμιάματα αυτά είναι οι προσευχές και οι πρεσβείες της θριαμβεύουσας Εκκλησίας του ουρανού, με τις οποίες ενώνονται και οι προσευχές των πιστών που αγωνίζονται στη γη, ώστε ενισχυμένες να προσφερθούν στον Θεό. Γι΄αυτό ακριβώς εδώ λέγετε ότι τη θυσία της Ευχαριστίας, από την οποία δεν υπάρχει άλλη πιο ευώδης και θεάρεστη, τη δέχθηκε ο φιλάνθρωπος Θεός στο υπερουράνιο του Θυσιαστήριο.

Εμείς βέβαια την προσφέρουμε στη γη, αλλά, όπως είπαμε και πιο πριν, ενώνεται αυτή με τη θυσία που προσφέρει στους ουρανούς ο μέγας Αρχιερεύς Χριστός. Και συνεπώς από το επίγειο Θυσιαστήριο ανεβαίνει αυτή συγχρόνως και στο υπερουράνιο.

(31) Η Κυριακή προσευχή

Η Κυριακή προσευχή θεωρήθηκε από πολύ παλαιά ότι μας προετοιμάζει για την άξια μετάληψη, για δύο λόγους:

Πρώτον για το αίτημα που περιέχει «τον άρτον ημων τον επισούσιον δος ημίν σήμερον», το οποίο ερμηνεύθηκε ότι αναφέρεται στον άρτο που είναι αναγκαίος για τη συντήρηση της ουσίας μας. Και όπως λέει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο άρτος αυτός «αναφέρεται στην ουσία της ψυχής μας». Κύρια ουσία μας δηλαδή πολύ σωστά θεωρήθηκε η ψυχή μας. Γι΄αυτό ιδιαιτέρως οι Αφρικανοί Πατέρες θεώρησαν ως «άρτο επιούσιο» τη θεία Ευχαριστία. Το ότι μάλιστα ζητούμε τον άρτο αυτό να μας δίνεται κάθε μέρα –και γι αυτό ονομάζεται και άρτος καθημερινός– δίνει αφορμή στο θείο Αμβρόσιο να θέσει το ερώτημα: «Αν ο άρτος αυτός είναι καθημερινός, γιατί εσύ τον μεταλαμβάνεις μετά από ένα ολόκληρο έτος; Οφείλεις να ζεις έτσι, ώστε να είσαι άξιος κάθε μέρα να κοινωνείς».

Επιπλέον, η Κυριακή προσευχή ορίσθηκε να λέγεται τη στιγμή αυτή και για το άλλο αίτημά της: «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Διότι έτσι δίνουμε με τα λόγια αυτά τη βεβαίωση ότι συγχωρούμε όσους μας έφταιξαν με οποιονδήποτε τρόπο. Ο Λεόντιος Νεαπόλεως στο βίο του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος εξιστορεί γι’ αυτόν ότι κάποτε που λειτουργούσε, όταν με τον διάκονο που συλλειτουργούσε απήγγειλαν την Κυριακή προσευχή και έφθασαν στο αίτημα αυτό, ο άγιος τού ζήτησε να σταματήσει και επανέλαβε μόνος πάλι το αίτημα, προσθέτοντας με ήρεμη φωνή: «Κοίτα σε τι φοβερή ώρα λες στο Θεό.. όπως εγώ συγχωρώ, έτσι και συ συγχώρεσε με».

(32) «τολμάν επικαλείσθαι σε...»

Για τον άνθρωπο, που είναι ένα σκουλήκι και μολύνει τα χείλη του και τη γλώσσα του πάρα πολύ συχνά με αργολογίες και ρυπαρά και πολλαπλώς εφάμαρτα λόγια, αποτελεί πραγματικά απερίγραπτη τόλμη να πλησιάζει τον άπειρο Θεό όπως ένα παιδί τον πατέρα του, και με ακάθαρτο το στόμα του να τον ονομάζει «Πατέρα».

(33) «Τα άγια τοις αγίοις» (Ύψωση)

Είναι αξιοσημείωτα τα όσα παρατηρεί ο θείος Χρυσόστομος: «Ο ιερεύς με τη φωνή του αυτή εμποδίζει τα τραυματισμένα και παραμορφωμένα πρόβατα να προσέλθουν στο μυστήριο. Και με φρικτή βοή, όπως κραυγάζει ο κήρυκας σηκώνοντας το χέρι του ψηλά, μέσα σ’ εκείνη τη φρικτή ησυχία κραυγάζει δυνατά: Όποιος δεν είναι άγιος να μην προσέλθει». Η ύψωση του αγίου άρτου συμβολίζει σύμφωνα με τον ιερό Δαμασκηνό την ύψωση του Κυρίου επί του Σταυρού.

(34) Κλάση

Ο μελισμός του αγίου άρτου γίνεται κατά μίμησην του τεμαχισμού που έκανε ο Κύριος όταν παρέδιδε το μυστήριο, κόβοντας τον έναν άρτο και διανέμοντάς τον στους μαθητές. Ο μελισμός λοιπόν αυτός του αγίου άρτου είχε αρχικά ως κύριο σκοπό τον τεμαχισμό του σε κομμάτια για τη μετάδοση από αυτά στους πιστούς. Παράλληλα υπενθύμιζε σε όλους όσους κοινωνούσαν «ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί έσμεν, οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν». (Α’ Κορ. ι’ 17). Αργότερα όμως ο τεμαχισμός αυτός του άρτου έγινε σύμβολο της κακώσεως που υπέστη το σώμα του Χριστού κατά το πάθος του επάνω στο σταυρό.

(35) Ένωση

Η ένωση αυτή του τιμίου Σώματος με το άχραντο Αίμα γίνεται, έτσι ώστε, όπως παρατηρεί ο Θεόδωρος Μοψουεστίας, «να καταδεικνύεται ότι αυτά είναι αχώριστα και ενιαία, και μια δύναμη και χάρη προσφέρουν σ’ αυτούς που τα μεταλαμβάνουν». Μεταγενέστερα η ένωση αυτή θεωρήθηκε σύμβολο της Αναστάσεως του Κυρίου. Κι αυτό διότι ο χωρισμός του τιμίου αίματος από την αγία σάρκα του Κυρίου συμβολίζει σαφώς τη σφαγή και τη θυσία Του. Η ένωσή τους λοιπόν και πάλι υπενθυμίζει την εκ νεκρών Ανάσταση.

(36) Κοινωνικό

Το «Κοινωνικό» άλλοτε παρατεινόταν μέχρι το τέλος της θείας κοινωνίας και από τους λαϊκούς. Γι’ αυτό λέγεται και Κοινωνικό, διότι όταν ψαλλόταν αυτό, διεξαγόταν η θεία κοινωνία και του κλήρου και του λαού. Αποτελούνταν λοιπόν παλαιότερα όχι μόνον από ένα στίχο, αλλά από ολόκληρο ψαλμό. Τέτοιοι ψαλμοί ήταν συνήθως ο 22ος («Κύριος ποιμαίνει με...»), ο 33ος («Ευλογήσω τον Κύριον εν παντί καιρώ...»), ο 144ος («Υψώσω σε, ο Θεός μου, ο βασιλεύς μου...») και ο 116ος («Αινείται τον Κύριον πάντα τα έθνη...»).

(37) «Υψώθητι επί τους ουρανούς, ο Θεός ...»

Η προσφώνηση αυτή που λέγεται σιωπηλά από τον ιερέα, εισήχθη αργότερα. Η τοποθέτησή της στο σημείο αυτό εξηγείται, όταν ληφθεί υπόψη ότι την ώρα της «Ανάμνησης» της αγίας Αναφοράς προσφέρουμε τη θεία Ευχαριστία «μεμνημένοι» όχι μόνο «του σταυρού, του τάφου», αλλά και «της τριημέρου αναστάσεως» και της «εις ουρανούς αναβάσεως», δηλαδή της Αναλήψεως και της «εκ της δεξιών καθέδρας».

(Εγκόλπιο: Η Θεία Λειτουργία Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εκδόσεις Ο Σωτήρ)
Πηγή
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ