
Τελικά πώς πέρασε ο χρόνος; Ένας νευρολόγος διαβάζει Καβάφη – εκδόσεις Τόπος (2025)
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.
Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή — τί τολμηρή ηδονή!
Κι επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.
Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
Ο συγγραφέας Ιωάννης Θ. Ευδοκιµίδης, Οµότιµος Καθηγητής Νευρολογίας στο ΕΚΠΑ, σε ένα σύντοµο αλλά µεστό έργο προσεγγίζει το ποίηµα «Απ’ τες εννιά…» του Κ. Π. Καβάφη µέσα από ένα νευροεπιστηµονικό πρίσµα: επιχειρεί να αντιστοιχίσει την εµπειρία τού «πώς πέρασε ο χρόνος» µε τους υποκείµενους νευροψυχολογικούς και νευροβιολογικούς εγκεφαλικούς µηχανισµούς της αντίληψης του χρόνου.
Τελικά πώς πέρασε ο χρόνος; Ο ποιητής περιγράφει αυτή την κοινή, κοινότατη εµπειρία χρωµατισµένη αφενός µεν από νοσταλγία για τις χαµένες πια χαρές της νεότητας, αφετέρου δε από έκπληξη για το «πώς πέρασεν η ώρα». Αυτή η πολλές φορές γλυκόπικρη και εντελώς άκοπη «αναβίωση» περασµένων συµβάντων σχετίζεται µε τη λειτουργία ειδικών περιοχών του εγκεφάλου.
Το περιεχόµενο της ονειροπόλησης, το υλικό της, είναι οι µνήµες, τα συµβάντα του παρελθόντος, τα οποία περιέχουν στοιχεία αισθητηριακά (εικόνες, ακούσµατα, οσµές κ.λπ.) αλλά και µη αισθητηριακά (σκέψεις και συναισθήµατα). Έτσι η ονειροπόληση αντανακλάται σε εγκεφαλικό επίπεδο στην ενεργοποίηση ενός εκτεταµένου εγκεφαλικού κυκλώµατος (του default network), που περιλαµβάνει τον κροταφικό λοβό (η µνήµη), τον µετωπιαίο λοβό, το µεταιχµιακό σύστηµα (το συναίσθηµα µε τον αµυγδαλοειδή πυρήνα) και τον βρεγµατικό λοβό (για τον έλεγχο της προσοχής). Η ενεργοποίηση του κυκλώµατος αυτού εγκαινιάζει τη στροφή της προσοχής του ατόµου από τα συµβαίνοντα στο περιβάλλον στον «εσωτερικό» του κόσµο. Στη διάρκεια αυτής της γλυκόπικρης ονειροπόλησης το εσωτερικό µας ρολόι επιβραδύνεται πιθανότατα γιατί ο χρόνος ο αντικειµενικός δεν έχει καµία σηµασία εκείνη την ώρα.
Η αναδροµική εκτίµηση της χρονικότητας, η εκτίµηση δηλαδή του παρελθόντος χρόνου, είναι πάντα µικρότερη του αντικειµενικού γιατί στην ονειροπόληση/ανάµνηση «διαλέγουµε» ορισµένα µόνο («τα σπουδαιότερα») από τα συµβάντα εκείνης της περιόδου. Αυτή η επιλογή εκφράζεται µε την επέµβαση της προσοχής στη σηµασιολογική και συναισθηµατική αξιολόγηση των συµβάντων. Η επιλεκτική αξιολόγηση επιφέρει τροµακτική συµπύκνωση του υποκειµενικού χρόνου. Αυτή είναι η έκπληξη που νιώθει ο ποιητής, την οποία περιγράφει µε σαφήνεια και λιτότητα, µεταπλάθοντας έτσι µια κοινή εµπειρία σε ποίηµα για «το πέρασµα του χρόνου».
Άρνηση
Είναι εύκολο να αλλάξουμε ζωή;
Ένας νευρολόγος διαβάζει Σεφέρη – εκδόσεις Τόπος (2025)
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Με τί καρδιά, με τί πνοή,
τί πόθους και τί πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Ο Ιωάννης Θ. Ευδοκιµίδης προσεγγίζει το ποίηµα «Άρνηση» του Γ. Σεφέρη µέσα από τις αρχές των νευροεπιστηµών και διερευνά πώς µία ή µάλλον δύο σωµατοψυχικές µαταιώσεις οδηγούν τον ποιητή σε ριζικές ανατροπές.
Η συµπεριφορά µας αποτελεί αντανάκλαση εγκεφαλικών λειτουργιών, καθώς αλληλεπιδρούµε µε το περιβάλλον µας. Κάθε σκέψη, κάθε κίνηση, κάθε λέξη που εκφέρουµε, αλλά και η ονειροπόληση, το όνειρο, ακόµα και όταν «δεν κάνουµε κάτι», όλα αυτά έχουν ένα εγκεφαλικό αποτύπωµα. Τα µικρά τα καθηµερινά που περνάνε συνήθως απαρατήρητα αλλά και οι «υψηλότερες» σκέψεις και πράξεις πηγάζουν από τις υποκείµενες εγκεφαλικές λειτουργίες της µνήµης, της προσοχής κ.λπ.
Την «Άρνηση» του Γ. Σεφέρη τη ζήσαµε τραγουδώντας την τη δεκαετία του ’60. Όταν αργότερα την ξανάκουσα, την ένιωσα διαφορετικά. Την προσέλαβα ως ένα ποιητικό κείµενο µε εξαιρετικά δωρική δοµή, µε διαφανείς τους υποκείµενους σωµατοψυχικούς συντελεστές: από τη µία µεριά η εµπειρία της δίψας, που παραµένει ανικανοποίητη, και από την άλλη η ανεκπλήρωτη αγάπη, που αφήνει µετέωρο και βασανιστικό το αίτηµα για ανθρώπινη επαφή. Ένα εκρηκτικό δίδυµο το οποίο συµπυκνώνει το αίτηµα για αλλαγή.
Πώς οι βιολογικές ανάγκες του ξεδιψάσµατος µαζί µε τις δευτερογενείς της αγάπης και της επαφής (που υποκρύπτουν ενδεχοµένως την εξίσου βιολογική ανάγκη της γενετήσιας σχέσης) συµπλέκονται στην ανατροπή της οµοιoστασίας, την επέλαση της δυσαρέσκειας και της θλίψης; Πώς η ανικανοποίητη ανάγκη γεννά την απόφαση αλλαγής και την αναζήτηση νέων λύσεων;
Όλα αυτά συµβαίνουν µέσα στο µυαλό µας µε την ενεργοποίηση νευρώνων, δικτύων, περιοχών, που συνεργάζονται µε τρόπους άλλοτε γνωστούς και άλλοτε µυστηριώδεις (ακόµα). Μπορεί η δήλωση του ποιητή «µέχρις εδώ, τώρα αλλάζω ζωή» να εκφράζεται µε καθαρότητα, αλλά το αντικειµενικό της βάρος είναι αμφισβητήσιμο. ∆εν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται να αλλάζουµε ζωή.
Ευδοκιμίδης Ιωάννης Θ.
O Ιωάννης Θ. Ευδοκιµίδης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1950 και αποφοίτησε από την Ιωνίδειο Πρότυπο Σχολή Πειραιώς το 1967. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών και έλαβε την ειδικότητα Νευρολογίας – Ψυχιατρικής.
Από το 1978 εργάσθηκε στο Αιγινήτειο Νοσοκοµείο, στην αρχή ως ειδικευόµενος και στη συνέχεια διανύοντας όλη την ακαδηµαϊκή ιεραρχία µέχρι το 2017, οπότε αφυπηρέτησε ως Καθηγητής Νευρολογίας και ∆ιευθυντής της Α΄ Νευρολογικής Κλινικής.
Έχει µετεκπαιδευτεί στο Strasbourg (Γαλλία) το 1984-1985 και στο Freiburg (Γερµανία) το 1990-1992. Στο διάστηµα 2012-2014 ορίστηκε διοικητής της Β΄ Υγειονοµικής Περιφέρειας Πειραιώς και Νήσων. Από το 2018 είναι Οµότιµος Καθηγητής Νευρολογίας του ΕΚΠΑ.
Κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντά του είναι η νευροφυσιολογία και η νευροψυχολογία της οφθαλµοκίνησης, καθώς και η µελέτη της κατανόησης του χώρου και της εικόνας µέσα από τη σπουδή των κινήσεων των οφθαλµών, τόσο σε υγιείς όσο και ασθενείς, αλλά και η µελέτη της γλώσσας και της µνήµης του χώρου. https://www.toposbooks.gr/contents/writers.php?wid=515
Την Τρίτη 27 Μαΐου στις 20.00 στο Gustav Athens (Χαριλάου Τρικούπη 6-10), οι εκδόσεις Τόπος διοργανώνουν την παρουσίαση των δύο βιβλίων του Γιάννη Ευδοκιµίδη. Στην εκδήλωση θα μιλήσουν εκτός από τον συγγραφέα, ο Ευριπίδης Γαραντούδης, καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ, η Σταυρούλα Σαμαρτζή, καθηγήτρια Ψυχολογίας της Γνωστικής Ανάπτυξης στο Τμήμα Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, και η Φωτεινή Χρηστίδη, κλινική νευροψυχολόγος, διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών (ΕΚΠΑ)
Ακολουθεί συνέντευξη του Γιάννη Ευδοκιµίδη στον Σπύρο Μανουσέλη που δημοσιεύθηκε στην efsyn.gr:
● Γιατί στα δύο πρόσφατα βιβλία σας επιλέξατε να «μεταφράσετε» με νευροβιολογικούς όρους την ποιητική εμπειρία; Πώς οι πρόσφατες εξελίξεις στις νευροεπιστήμες επιχειρούν να διαφωτίσουν τις άγνωστες προϋποθέσεις είτε της συγγραφής είτε της απόλαυσης της ποιητικής τέχνης;
Οφείλω να ομολογήσω δημοσίως ότι στη νεότητά μου περιφρονούσα ελαφρώς την ποίηση. Τώρα, μετά τα 75 μου χρόνια, την εκτιμώ ολοένα και περισσότερο. Ετσι, διαβάζοντας τη σεφερική «Αρνηση» και αποδεσμεύοντάς την από τη μουσική του Θεοδωράκη, με την οποία την είχαμε ταυτίσει μέχρις εξαφανίσεως του ποιητικού λόγου προς όφελος της μουσικής, βρέθηκα μπροστά με μια κατηγορική, δωρική αφήγηση δύο ματαιώσεων που οδηγούν σε μια κραυγαλέα δήλωση αλλαγής ζωής. Αντίστοιχα και στη λιτή και εξαιρετικά ακριβή αφήγηση της ελαστικότητας του υποκειμενικού χρόνου στο καβαφικό «Απ’ τες εννιά», διαπίστωσα για ακόμα μια φορά τη δύναμη της ποιήσεως να συμπυκνώνει ανθρώπινα βιώματα και εμπειρίες σε μικρής έκτασης κείμενα.
Πέραν της αισθητικής απόλαυσης που μου προσέφεραν, βάλθηκα να αναζητώ μια νευροβιολογική προσέγγιση όχι της προσωπικότητας των ποιητών αλλά των εγκεφαλικών μηχανισμών που παράγουν αυτού του είδους τις εμπειρίες τις οποίες αφηγούνται οι ποιητές. Πες το επαγγελματική παραμόρφωση, αλλά μου αρέσει να βλέπω νευροβιολογικά ακόμα και τις πιο απλές νοητικές ενέργειες. Πώς οργανώνεις μια έμμετρη αφήγηση, πώς κινητοποιείς τη μνήμη και επιλέγεις αυτά που σε σταυρώνουνε, τι σημαίνει ματαίωση και ευχαρίστηση. Πώς ενεργοποιείται σε όλα αυτά το μεταιχμιακό σύστημα, που μαζί με άλλες εγκεφαλικές δομές, όπως η αμυγδαλή και η νήσος, σε κάνουν να νιώθεις ευχάριστα ή δυσάρεστα.
Και όχι μόνο τα μεγάλα και τα σημαντικά, ακόμα και η πιο απλή και συνηθισμένη διαδοχή σωματικών κινήσεων, όταν π.χ. ανοίγεις μια πόρτα, είναι μια εκούσια κίνηση που φέρει τη σφραγίδα της παρεμβολής του προμετωπιαίου φλοιού μαζί με τη συνδρομή των βασικών γαγγλίων, όταν αμέριμνος περπατάς και συγχρόνως σκέφτεσαι χωρίς να προσέχεις αυτά που βλέπεις γύρω σου (η επικέντρωση της προσοχής), κρύβουν μηχανισμούς και εγκεφαλικές διαδικασίες που με συναρπάζουν.
Για να μη μιλήσω για τα πιο σπουδαία, την απόλαυση μιας τοκάτας του Μπαχ, το αισθητικό δέος μπροστά στον πίνακα του Θεοτοκόπουλου ή το ξημέρωμα ανοιχτά της Αμοργού όταν όλος ο εγκέφαλος παίρνει φωτιά. Ολα όσα βιώνουμε ή σκεφτόμαστε μπορούν να μεταγραφούν με εγκεφαλικούς όρους και στο νευροβιολογικό λεξιλόγιο. Ομως, προσοχή, να μεταγραφούν, όχι να ταυτιστούν! Ετσι σε αυτά τα δύο βιβλία θέλησα να δω την ποίηση σαν μια εγκεφαλική κατασκευή. Και άρα εστιάζω κυρίως στην κατασκευή και όχι στην αισθητική απόλαυση. Την αισθητική απόλαυση την αφήνω για τα επόμενα.
● Κοινός παρονομαστής στην οδυνηρή υποκειμενική εμπειρία του χρόνου του Κώστα Καβάφη και στην ερωτική-υπαρξιακή εμπειρία ματαίωσης του Γιώργου Σεφέρη είναι ο ανθρώπινος εγκέφαλος, ο οποίος όχι απλώς βιώνει αλλά δημιουργεί αυτές τις έντονες υπαρξιακές εμπειρίες. Πόσο διαφωτιστική και, κυρίως, παρηγορητική είναι η αναγωγή των ηδονικών ή των οδυνηρών ανθρώπινων βιωμάτων στους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που τα παράγουν;
Δεν ξέρω αν είναι παρηγορητική, αλλά νομίζω ότι είναι, κατ’ αρχήν, θεμιτή. Οι εμπειρίες που αφηγούνται οι ποιητές είναι οικείες και οι μηχανισμοί παραγωγής τους είναι κοινοί σε όλους τους ανθρώπινους εγκεφάλους. Ποιος δεν έχει νιώσει την ερωτική ματαίωση ή το απρόσμενο και επώδυνο πέρασμα του χρόνου; Το αν η αναγωγή αυτών των εμπειριών στον εγκέφαλο είναι διαφωτιστική εξαρτάται από τους στόχους που θέτει ο αναγωγιστής. Και το λέω αυτό γιατί δεν επικεντρώνω το ενδιαφέρον μου στην ιδιαίτερη προσωπικότητα του κάθε ποιητή, αλλά στους υποκείμενους και κοινούς, όπως προανέφερα, εγκεφαλικούς μηχανισμούς. Από αυτή την πλευρά, ναι, η προσέγγιση μπορεί να είναι διαφωτιστική.
Να ρωτήσω όμως και εγώ, διαφωτιστική για ποιο ζήτημα; Τολμώ να πω πως ενδεχομένως η σύλληψη και απόδοση του ποιήματος «Απ’ τες εννιά» από τον Καβάφη χρησιμοποιεί εγκεφαλικούς μηχανισμούς που εν μέρει χρησιμοποιεί και ο Σεφέρης, αλλά και ο οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος όταν θαμπώνεται από την ομορφιά, όταν διαλέγει ένα πουκάμισο της αρεσκείας του ή όταν συγκινείται από το χάδι αγαπημένου προσώπου ή ακόμα και όταν εγώ ο ίδιος διαβάζω το «Απ’ τες εννιά».
● Μήπως ένας ποιητής και ένας νευροεπιστήμονας βιώνουν, κατανοούν και συνεπώς «διαβάζουν» διαφορετικά τις -υποτίθεται- πανανθρώπινες και διαχρονικές εμπειρίες του χρόνου και του έρωτα; Αραγε μια διαφορετική, δηλαδή μη αναγωγιστική επιστήμη του εγκεφάλου και του νου θα μπορούσε να υπερβεί τα σημερινά γνωστικά-πολιτισμικά αδιέξοδα που προκύπτουν από το διαζύγιο των ανθρωπιστικών από τις φυσικές επιστήμες;
Οντως πρόκειται για διαφορετική «ανάγνωση». Αλλά θα έλεγα ότι μπορούμε, ή τουλάχιστον δεν απαγορεύεται, να μεταφράζουμε τα φαινόμενα της μίας πλευράς με τη γλώσσα της άλλης, προτείνοντας έτσι πολυποίκιλες ερμηνείες. Βέβαια, το ερώτημα που έθεσες είναι αν υπάρχει και ποια είναι η «καλύτερη» μετάφραση. Μια μετάφραση, δηλαδή, που θα απέδιδε πιστότερα την αλήθεια του αρχικού κειμένου, θα επέτρεπε -στο όνομα αυτής της αλήθειας- να αρθούν τα σημερινά γνωστικά και πολιτισμικά αδιέξοδα του διαζυγίου των ανθρωπιστικών από τις φυσικές επιστήμες; Δεν μου είναι εύκολη η απάντηση. Ωστόσο διαισθάνομαι -να, που ζητώ και εγώ με τη σειρά μου τη βοήθεια της μη έλλογης σκέψης- πως όχι, δεν υπάρχει μία μόνο αληθής μετάφραση. Τότε όμως πώς δικαιολογούνται οι όποιες διαστρεβλώσεις;
Παραδείγματος χάριν, μπορώ να μεταφράσω τον Ευριπίδη και να τον αποδώσω με όρους ρομαντικού συγγραφέα του 19ου αιώνα. Είναι αυτό επιτρεπτό; Εν προκειμένω, θα απέφευγα τις κατηγορικές-ηθικές αξιολογήσεις και παραμένοντας σε χαμηλό επίπεδο θα δήλωνα ότι η μετάφραση που προτείνω είναι μια δική μου δημιουργία εμπνευσμένη από κάποιο κείμενο του Ευριπίδη.
Εξάλλου, από το ότι χρησιμοποίησες στην ερώτησή σου τη λέξη «διαζύγιο» εγώ καταλαβαίνω πως υπόρρητα αποδέχεσαι ως επιθυμητή την ταύτιση των ανθρωπιστικών με τις φυσικές επιστήμες. Γιατί άραγε; Ονειρεύεσαι άραγε μία καθολική λύση;
● Οντως, θεωρώ επιθυμητή τη γνωστική ενοποίηση -και όχι την ταύτιση- των ανθρωπιστικών και των φυσικών προσεγγίσεων με στόχο την πιο ολοκληρωμένη κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης. Μήπως, όμως, η ανθρώπινη αυτοκατανόηση προσκρούει σε κάποια εγγενή βιολογικά -εγκεφαλικά και ιστορικά-πολιτισμικά όρια που καθιστούν κάθε επιμέρους προσέγγιση ανεπαρκή για την ανθρώπινη γνώση;
Φοβάμαι πλέον τις ολιστικές, πλήρεις και καθολικές «λύσεις» στα ανθρώπινα. Αν δεχόμαστε (υπόθεση εργασίας που εμπεριέχει και κάποια αλήθεια επιπέδου common sense) πως το μυαλό μας είναι το υλικό υπόστρωμα των εμπειριών, των σκέψεων, των συναισθημάτων, τότε κατά πάσα πιθανότητα η πλήρης κατανόηση έτσι όπως τη διατυπώνεις, αγαπητέ Σπύρο, στην ερώτησή σου θα είναι μάλλον αδύνατη. Τα όρια μάλλον υπάρχουν στον βαθμό που οι όποιες εγκεφαλικές μας λειτουργίες εκπορεύονται από έναν μεγάλο μεν αλλά περιορισμένο αριθμό μονάδων (νευρώνων).
Οσο κι αν οι συνδυασμοί του μεγάλου αριθμού νευρώνων παράγουν πολλαπλάσιες δυνατότητες, και πάλι νομίζω θα υπάρχουν κάποια όρια, χωρίς όμως να μπορώ εκ των προτέρων να τα περιγράψω και να τους δώσω ακριβή αριθμητική ή ποσοτική τιμή. Ακόμα και η έλλογη σκέψη μας είναι και αυτή «περιορισμένη» (bounded rationality) από το πλήθος των παράλογων, διαισθητικών προκαταλήψεων και κάθε λογής πίστεων που την ανταγωνίζονται, πολλές φορές την εμπλουτίζουν (η έστω και μερικώς επιβεβαιωμένη εμπειρική «γνώση» επικρατεί πολλές φορές του ορθού λόγου), αλλά και τη διαστρεβλώνουν.
Ας αναλογιστούμε, για παράδειγμα, τη διαδικασία λήψης μιας απόφασης: αναλύω τα δεδομένα, υπολογίζω τα υπέρ και τα κατά κάθε πιθανής εκδοχής, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσει το μυαλό μου να αναλύσει διεξοδικά, εξαντλητικά και μέχρι τέλους ΟΛΕΣ τις πιθανές λύσεις. Κάποια στιγμή η λογική ανάλυση σταματά, φρακάρει και τότε επεμβαίνει η διαίσθηση. Προτείνουμε λοιπόν μία εν γνώσει μας μερική προσέγγιση στα ανθρώπινα και καταθέτοντας αυτή την όσο γίνεται ειλικρινή μας πρόταση ακούμε με περισσότερη προσοχή και σεβασμό την αντίθετη, την άλλη, τη διαφορετική.
Η νευροβιολογική προσέγγιση που επιχειρώ είναι μία από τις πολλές προσεγγίσεις της ποιητικής δημιουργίας. Προτείνει ακόμα μία ανάγνωση ενός ποιητικού κειμένου, μιας ποιητικής εμπειρίας. Διαφέρει από τη φιλολογική-γλωσσολογική προσέγγιση, χωρίς ωστόσο να τίθεται θέμα αλήθειας ή γνησιότητας. Προσφέρει ενδεχομένως έναν κόκκο αλήθειας, τόσης όσο της το επιτρέπει η ίδια η μέθοδός της. Για να μην πέσω όμως σε έναν απελπισμένο αγνωστικισμό, υποστηρίζω ότι η νευροβιολογική μέθοδος μπορεί να είναι αποδοτική και διαφωτιστική. Κι αν είναι ειλικρινής και μετριοπαθής, μπορεί σίγουρα να συνεισφέρει κατά τι στην ανθρώπινη γνώση. Πάντως, επειδή είμαι φανατικός οπαδός του «κρίνω για να κριθώ», παραδέχομαι τελικά ότι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν έχει τέλος αυτό το παιχνίδι.
tinanantsou.blogspot.gr